Της ζήτησαν να μιλήσει με κάποια άγνωστη. Ήταν μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσει ποτέ!
Η ποιήτρια και συγγραφέας Naomi Shihab Nye, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1952 στο Μισούρι των ΗΠΑ, από Παλαιστίνιο πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα. Το κείμενο που θα διαβάσετε στη συνέχεια είναι μια όμορφη, προσωπική εμπειρία της Nye, που έζησε στο αεροδρόμιο του Αλμπουκέρκη.
“Λίγο μετά αφότου έμαθα ότι η πτήση μου θα έχει καθυστέρηση 4 ωρών, άκουσα την ανακοίνωση: «Αν κάποιος κοντά στη πύλη 4-Α γνωρίζει αραβικά, παρακαλούμε να έρθει στην πύλη αμέσως.”
Γνώριζα αραβικά και η πύλη 4-Α ήταν η δική μου πύλη. Έτσι αποφάσισα να πάω για να δω τι συμβαίνει.
Μόλις έφτασα, αντίκρισα μια ηλικιωμένη γυναίκα που φορούσε ένα παραδοσιακό φόρεμα, σαν αυτά που φορούν οι γυναίκες στην Παλαιστίνη. Το γνώρισα γιατί το ίδιο φορούσε και η γιαγιά μου.
Η ηλικιωμένη είχε ξαπλώσει στο πάτωμα και θρηνούσε δυνατά.
“Βοηθήστε μας”, άκουσα κάποιον υπεύθυνο του αεροδρομίου να μου λέει. “Μιλήστε της. Ποιο είναι το πρόβλημά της; Μόλις της είπαμε ότι η πτήση θα έχει 4 ώρες καθυστέρηση, έπεσε στο πάτωμα, κλαίει και αρνείται να σηκωθεί.”
Έσκυψα, έβαλα το χέρι μου στον ώμο της και της μίλησα με σπαστά αραβικά:
“Shu dow-a, shu- biduck habibti, stani stani schway, min fadlick, Sho bit se-wee?”
Μόλις με άκουσε, σήκωσε το βλέμμα της, με κοίταξε και σταμάτησε να κλαίει.
Μου είπε ότι είχε καταλάβει ότι η πτήση μας ακυρώθηκε εντελώς και ότι την επόμενη ημέρα έπρεπε να βρίσκεται στο Ελ Πάσο για κάποια σημαντική ιατρική θεραπεία.
Της είπα «Όχι, όχι, είμαστε εντάξει, θα φτάσουμε στον προορισμό μας. Απλά θα αργήσουμε 4 ώρες. Υπάρχει κάποιος που σας περιμένει στο αεροδρόμιο; Θέλετε να του τηλεφωνήσω και να του πω ότι το αεροπλάνο θα αργήσει;”
Καλέσαμε το γιο της και του μίλησα στα αγγλικά. Του είπα ότι θα μείνω με τη μητέρα του μέχρι να φτάσουμε στο προορισμό μας. Του είπα ότι θα ζητήσω να καθίσω δίπλα της στο αεροπλάνο για να τη προσέχω.
Της έδωσα το τηλέφωνο για να του μιλήσει και η ίδια. Όταν το έκλεισε της πρότεινα να τηλεφωνήσουμε και στα άλλα παιδιά της για να περάσει ευχάριστα η ώρα. Το δέχτηκε με μεγάλη χαρά.
Στη συνέχεια τηλεφώνησα στον μπαμπά μου και της έδωσα το τηλέφωνο για να μιλήσουν λίγο στα αραβικά. Με έκπληξη διαπίστωσαν ότι είχαν και 10 κοινούς φίλους!
Είχαν περάσει μόλις 2 ώρες. Τότε σκέφτηκα να τηλεφωνήσουμε σε μερικούς φίλους μου από την Παλαιστίνη. Μίλησε μαζί τους, γέλασε με τα αστεία τους και απάντησε στις ερωτήσεις τους.
Όταν σταματήσαμε τα τηλέφωνα, έβγαλε από μια τσάντα ένα κουτί με σπιτικά κουλουράκια mamool, πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη και γεμιστά με ξηρούς καρπούς. Σηκώθηκε από τη θέση της και τα πρόσφερε σε όλες τις γυναίκες που περίμεναν στη πύλη.
Προς έκπληξή μου, ούτε μια γυναίκα δεν αρνήθηκε το δώρο της. Ήταν κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ.
Η νεαρή γυναίκα από την Αργεντινή, η ηλικιωμένη από την Καλιφόρνια, η όμορφη νεαρή από τη Γαλλία, όλες είχαν γεμίσει τα χείλη τους με ζάχαρη άχνη από τα κουλουράκια της ηλικιωμένης από την Παλαιστίνη. Το πιο παράξενο: Όλες χαμογελούσαν!
Δεν υπάρχουν καλύτερα κουλουράκια!
Σαν να το ήξεραν οι άνθρωποι της αεροπορικής εταιρείας μας έφεραν εκείνη τη στιγμή, χυμούς και αναψυκτικά. Δυο μικρά κορίτσια από τη πτήση μας, μια Αφρικανή και μια Μεξικανή, ανέλαβαν να τα μοιράσουν σε όλους. Τα κορίτσια έτρεχαν να δώσουν σε όλους, πάνω κάτω. Τα πρόσεξα και είδα ότι και τα δικά τους χείλη ήταν καλυμμένα με ζάχαρη άχνη.
Γύρισα και κοίταξα την νέα καλύτερη μου φίλη. Άπλωσα, τράβηξα το χέρι της και το κράτησα σφιχτά ενώ με την άκρη του ματιού μου κοίταξα στη τσάντα της.
Είχε μέσα μια γλάστρα και μια σακουλίτσα γεμάτη φάρμακα. Τότε θυμήθηκα την παράδοση αυτής της αρχαίας χώρας. Όταν ταξιδεύουν, παίρνουν πάντα μαζί τους και ένα φυτό, για να νιώθουν παντού ότι είναι το σπίτι τους. Για να ριζώνουν.
Στη συνέχεια, σήκωσα το βλέμμα μου, κοίταξα τριγύρω και σκέφτηκα: “Αυτός είναι ο κόσμος που θέλω να ζήσω. Ένας μεγάλος ευτυχισμένος κόσμος, χωρίς μίσος και σύνορα.”
Ούτε ένα άτομο σε αυτή την πύλη – από τη στιγμή που σταμάτησε ο θρήνος της ηλικιωμένης Παλαιστίνιας – δεν ανησύχησε. Ούτε ένα άτομο δεν τη κοίταξε με άσχημο τρόπο.
Απλά όλοι πήραν τα κουλουράκια της με τη ζάχαρη άχνη και χαμογελούσαν. Ήταν τα καλύτερα κουλουράκια στον κόσμο!”