Τη παράτησε ο άντρας της χωρίς χρήματα και με 6 παιδιά. Αλλά δείτε τι βρήκε στο αυτοκίνητο!
Οι μέρες που ζούμε είναι δύσκολες. Για όλους μας. Οι λογαριασμοί και οι καθημερινές υποχρεώσεις απαιτούν χρήματα, γεγονός που μας οδηγεί να κάνουμε ότι μπορούμε για να αντεπεξέλθουμε.
Αλλά κατά τη διάρκεια αυτών τους δύσκολων ημερών που βιώνουμε, μόνο ένα πράγμα υπάρχει που μας δίνει δύναμη: Η αγάπη.
Είτε προέρχεται από τα μέλη της οικογένειας μας, είτε από τους καλούς μας φίλους, έχει ευεργετική επίδραση στη ψυχολογία μας.
Αλλά και μια καλή πράξη ενός τυχαίου άγνωστου, έχει τη δύναμη να μας φτιάξει τη μέρα. Φανταστείτε να βρίσκεστε σε εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση και ένας εντελώς άγνωστος, να σας χαρίσει ένα φάκελο γεμάτο χρήματα! “Απίθανο”, “Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα” θα σκεφτείτε. Και όμως..
Διαβάστε την ιστορία που ακολουθεί. Από όλες τις όμορφες ιστορίες που σας έχουμε παρουσιάσει μέσα από το dinfo.gr, αυτή ίσως να είναι η πιο συγκινητική!
“Το Σεπτέμβριο του 1960 ξύπνησα ένα πρωί με έξι πεινασμένα παιδιά και μόλις 75 σεντς στη τσέπη μου. Ο πατέρας τους είχε φύγει. Η ηλικία των αγοριών κυμαίνονταν: Από τριών μηνών μέχρι επτά ετών. Η αδελφή τους ήταν τέσσερα.
Όταν ήταν ο μπαμπάς τους στο σπίτι, τα παιδιά τον έτρεμαν. Κάθε φορά που άκουγαν το αυτοκίνητο του να σταματάει στο δρόμο, έτρεχαν και κρύβονταν κάτω από το κρεβάτι τους.
Αλλά τουλάχιστον μου άφηνε κάθε εβδομάδα 15 δολάρια για να παίρνω τα βασικά από το παντοπωλείο.
Τώρα που αποφάσισε να φύγει και να μην επιστρέψει ποτέ, δεν υπάρχουν πια ούτε ξυλοδαρμοί αλλά ούτε και τρόφιμα.
Αν υπήρχε σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, δεν το γνώριζα. Σίγουρα όμως δεν υπήρχαν δουλειές.
3-4 φορές τη βδομάδα έντυνα τα παιδιά με τα καλύτερα τους ρούχα, φόραγα το πιο όμορφο φόρεμα, μπαίναμε μέσα στο παλιό σκουριασμένο αυτοκίνητο και ξεκινούσαμε την αναζήτηση για δουλειά.
Όλοι μαζί, και οι 7, πήγαμε σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε κατάστημα και σε κάθε εστιατόριο της μικρής μας πόλης. Καμία τύχη.
Τα παιδιά έμεναν στριμωγμένα μέσα στο αυτοκίνητο και προσπαθούσαν να είναι φρόνιμα, όσο εγώ προσπαθούσα να πείσω κάποιον να με προσλάβει. Έπρεπε να βρω δουλειά. Και έπρεπε να τη βρω, όσο γρηγορότερα μπορούσα.
Αλλά καμία τύχη.
Το τελευταίο μέρος που πήγαμε βρίσκονταν μόλις λίγα μίλια έξω από την πόλη. Ήταν μια παλιά μπυραρία που είχε μετατραπεί σε σταθμός για τα φορτηγά.
Ονομαζόταν “Big Wheel”.
Ανήκε σε μια ηλικιωμένη κυρία, την Γκράννυ. Όταν της είπα για τα παιδιά στο αυτοκίνητο, κοίταξε από το παράθυρο για να τα δει.
Χρειάζονταν κάποια για τη νυχτερινή βάρδια. Από τις έντεκα το βράδυ μέχρι τις επτά το πρωί. Θα μου έδινε 65 σεντς την ώρα, και θα μπορούσα να ξεκινήσω εκείνο το βράδυ.
Έτρεξα στο σπίτι και τηλεφώνησα σε ένα κορίτσι που ήξερα ότι προσέχει παιδιά.
Διαπραγματεύτηκα μαζί της και την κατάφερα να έρχεται και να κοιμάται στον καναπέ μου, για ένα δολάριο την βραδιά. Θα μπορούσε να έρχεται ακόμη και με τις πυτζάμες της, όποτε ήθελε. Και ας κοιμόνταν τα παιδιά από νωρίς.Απλά ήθελαν να ξέρω ότι υπάρχει κάποιος σπίτι και δεν είναι μόνα τους.
Μάλλον της άρεσε η πρόταση μου και έτσι ήρθαμε σε συμφωνία.
Εκείνο το βράδυ, πριν κοιμηθούμε, μικροί και μεγάλοι προσευχηθήκαμε και ευχαριστήσαμε τον θεό που η μαμά βρήκε δουλειά.
Και έτσι άρχισα τις βάρδιες στο “Big Wheel”. Όταν έφτανα στο σπίτι το πρωί, ξυπνούσα την μπέιμπι-σίτερ και την έστελνα σπίτι της με το δολάριο της. Τα μισά χρήματα δηλαδή από όσα έβγαζα εγώ κάθε βράδυ.
Οι εβδομάδες περνούσαν και μπήκε για τα καλά ο χειμώνας. Στους υπάρχοντες λογαριασμούς, προστέθηκε και ο λογαριασμός της θέρμανσης. Αλλά να ήταν μόνο αυτό;
Τα ελαστικά του αυτοκινήτου είχαν φθαρεί, έχαναν αέρα και έπρεπε να τα γεμίζω κάθε βράδυ στο δρόμο για τη δουλειά και ξανά κάθε πρωί πριν φτάσω σπίτι.
Ένα πρωινό, τέλειωσα τη δουλειά και προχώρησα προς το αυτοκίνητο μου για να φύγω. Ένιωθα τρομερά κουρασμένη. Κυριολεκτικά έσερνα τα πόδια μου.
Άνοιξα τη πόρτα ανακουφισμένη που θα πάω επιτέλους σπίτι και στο πίσω κάθισμα βρήκα τέσσερα καινούργια ελαστικά. Νέα ελαστικά! Δεν υπήρχε κανένα σημείωμα. Τίποτα, μόνο εκείνα τα όμορφα καινούργια ελαστικά.
“Υπάρχουν άγγελοι στην πόλη μας;» αναρωτήθηκα.
Έκανα μια συμφωνία με το τοπικό βενζινάδικο. Τους είπα να μου τοποθετήσουν τα καινούργια λάστιχα και εγώ θα καθάριζα όλο το κτίριο. Θυμάμαι ότι μου πήρε πολύ περισσότερο χρόνο για να καθαρίσω το βενζινάδικο από όσο πήρε σε αυτούς να μου αλλάξουν τα ελαστικά.
Τώρα εργαζόμουν έξι νύχτες αντί για πέντε αλλά και πάλι τα χρήματα δεν ήταν αρκετά. Έρχονταν Χριστούγεννα και ήξερα ότι έπρεπε να μαζέψω για να αγοράσω και κάτι στα παιδιά.
Βρήκα ένα κουτί με κόκκινη μπογιά και ξεκίνησα την επισκευή και τη ζωγραφική κάποιων παλιών τους παιχνιδιών. Τα σουλούπωσα λίγο και τα έκρυψα στο υπόγειο για να τους δώσει ο Άγιος Βασίλης το πρωί των Χριστουγέννων.
Αλλά αυτό που με ανησυχούσε περισσότερο ήταν τα ρούχα τους. Τα παντελόνια των αγοριών ήταν γεμάτα μπαλώματα και τα περισσότερα δεν τους έκαναν πια.
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι συνηθισμένοι μας πελάτες έπιναν τον καφέ τους στο Big Wheel. Υπήρχαν φορτηγατζήδες, ο Λες, ο Φρανκ και ο Τζιμ, αλλά και ένας αστυνομικός, ο Τζοε.
Κάποιοι μουσικοί που επέστρεφαν από μια συναυλία στη γειτονική πόλη έριχναν κέρματα στο φλιπεράκι.
Καθίσαμε για λίγο όλοι μαζί, μιλήσαμε και μόλις άρχισε να ξημερώνει ξεκίνησα για να πάω σπίτι. Ήθελα να φτάσω πριν ξυπνήσουν τα παιδιά.
Αλλά μόλις μπήκα στο αυτοκίνητο, προς έκπληξή μου είδα ότι το παλιό μου αυτοκίνητο ήταν γεμάτο κουτιά με δώρα! Γεμάτο! Δώρα σε όλα τα σχήματα και τα μεγέθη.
Άνοιξα γρήγορα τη πλαϊνή πόρτα του οδηγού, σύρθηκα μέσα και άνοιξα το πρώτο κουτί που βρήκα: Μέσα είχε παιδικά παντελονάκια τζιν!
Άνοιξα ένα άλλο: Ήταν γεμάτο με πουκάμισα!
Συνέχισα να ανοίγω ένα ένα τα δώρα σαν τρελή! Υπήρχαν μέσα καραμέλες και ξηροί καρποί, μπανάνες και σακούλες γεμάτες με ψώνια. Υπήρχε ένα τεράστιο κομμάτι ζαμπόν, κονσερβοποιημένα λαχανικά και πατάτες. Υπήρχε πουτίγκα, ζελέ και μπισκότα με γέμιση. Υπήρχε αλεύρι αλλά και μια ολόκληρη τσάντα με καθαριστικά για το σπίτι.
Και υπήρχαν και πέντε παιχνίδια φορτηγάκια μαζί με μια όμορφη μικρή κούκλα …
Καθώς οδηγούσα προς το σπίτι στους άδειους από αυτοκίνητα δρόμους, έβλεπα τον ήλιο να ξεπροβάλει δειλά δειλά και έκλαιγα από ευγνωμοσύνη. Ήταν τα πιο όμορφα, τα πιο εκπληκτικά Χριστούγεννα της ζωής μου!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά στα πρόσωπα των παιδιών όταν βρήκαν τα δώρα που τους άφησε ο Άγιος Βασίλης.
Ναι, υπήρχαν άγγελοι στην πόλη μας. Και έπιναν όλοι μαζί τον καφέ τους κάθε πρωί στο κατάστημα που δούλευα. Στο Big Wheel.”