Τι είναι η αγάπη; Ο Νίκος Καζαντζάκης απαντά με τον δικό του μοναδικό τρόπο
Ο Νίκος Καζαντζάκης υμνεί την αγάπη υπέροχα..
Τι είναι η αγάπη;
Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη…
Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται.
Μα στην αγάπη είναι ένας…
Σμίγουν οι δύο και γίνοναι ένα. Δεν ξεχωρίζουν…
Το εγώ κι εσύ αφανίζονται.
Αγαπώ θα πει χάνομαι…
Και ο Νίκος Καζαντζάκης την είχε βρει την αγάπη. Στο πρόσωπο της Ελένης του. Είναι μια ιστορία αγάπης, σεβασμού, συντροφικότητας και αφοσίωσης, που δοκιμάστηκε επί 32 χρόνια και πέρασε στην αιωνιότητα. Μια ιστορία που διηγήθηκε στο People η θετή εγγονή τους, Νίκη Σταύρου.
«Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου», γράφει ο Νϊκος Καζαντζάκης για την πολυαγαπημένη σύντροφο της ζωής του. «Χωρίς αυτή θα ’χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη».
Η Ελένη Σαμίου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 1903, με ρίζες από τη Μικρά Ασία και την Κρήτη. Σε ένα πολύ σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα γράφει: «Πήρα μόνο δίπλωμα Γυμνασίου το 1919. 15 χρονών έμεινα ορφανή από μάνα και πατέρα. Οι κηδεμόνες, αν και Καθηγητές Πανεπιστημίου, φρονούσαν πως τα “ορφανά” δεν σπουδάζουν. Γίνονται ράφτρες ή καπελούδες. Κι ας έχουν όση περιουσία χρειάζεται (και παραπάνω!) για να κάνουν καλές σπουδές. Το 1924 γνώρισα τον Νίκο».
Και από εκεί αρχίζει μια γλυκιά ιστορία αγάπης και απόλυτης αφοσίωσης. Ήταν 18 Μαΐου 1924, όταν η Ελένη ήταν είκοσι ενός ετών, και ο Νίκος σαράντα ενός. Η Ελένη περιγράφει τη συνάντησή τους στις πρώτες σελίδες του Ασυμβίβαστου τη βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, που εκείνος της ζήτησε να γράψει:
Η Ελένη είχε γνωρίσει πρώτα την πρώτη του γυναίκα, τη Γαλάτεια, όταν ήδη εκείνη είχε χωρίσει με τον Νίκο και είχε ήδη αρχίσει να ζει με τον Μάρκο Αυγέρη. Η Γαλάτεια, είχε επηρεάσει αρνητικά την Ελένη, τόσο που η νεαρή κοπέλα δεν ήθελε καν να τον γνωρίσει: «Επηρεασμένη,» γράφει «ως φαίνεται, από το μυθοπλαστικό μπρίο της γυναίκας του, αρνήθηκα την πρόσκλησή της να πάω με την παρέα της στο σταθμό Λαρίσης να υποδεχτούμε το «τέρας», πού θα ερχόταν από τη Γερμανία στις 5 του Μάη το 1924.»
Και όμως, μερικές ημέρες μετά, οι φίλες της Ελένης, η Καίτη και η Μαρίκα Παπαϊωάννου, την πίεζαν αφόρητα να τον γνωρίσει. «Είναι ψηλός σαν κυπαρίσσι, όμορφος, αφάνταστα διαβασμένος και χαριτολόγος… Κανείς δεν του παραβγαίνει στις ιστορίες… Ανεπανάληπτος…» Και το χειρότερο, δεν τον χωρούσε ο τόπος. «Πολύ γρήγορα θ’ ανοίξει την πόρτα να φύγει… θα πετάξει το πουλί, πάει, θα χαθεί η μοναδική ευκαιρία να γνωρίσεις κι εσύ μια μεγάλη προσωπικότητα». Και δέχτηκε η Ελένη, και να τους τώρα, γράφει, στη Δεξαμενή, τη νύχτα της 17ης Μαΐου, με αντιφατικές φήμες να αντηχούν στα αυτιά της: «Το γέλιο του ακούγεται ένα μίλι μακριά…» ή «Του αρέσουν οι γυναίκες…» ή «Τρώει και πίνει σα δράκος…» ή «Δεν τρώει τίποτα… σωστός ασκητής…».
«Σχεδόν εχθρική στην αρχή», λέει η Ελένη, «χωρίς να το καλοξέρω, άρχισα σιγά – σιγά να παραδίνω τα όπλα. Τη νύχτα εκείνη θα σκαρφαλώναμε στην Πεντέλη, για να βρεθούμε τα ξημερώματα από την άλλη πλευρά, στην παραλία της Ραφήνας, ο Οδοιπορικός Σύλλογος, μια εικοσαριά νέοι και νέες, φυσιολάτρες. Για να φτάσουμε στους πρόποδες του βουνού, θα παίρναμε το «θεριό», το θρυλικό εκείνο τραινάκι, που κούτσα-κούτσα έκανε τη διαδρομή Αθήνα-Μαρούσι-Κηφισιά. Το φεγγάρι πήγαινε να μεσουρανήσει, όταν τον πήρε το μάτι μου. Με βήματα λίγο-λίγο πηδηχτά, στητός σαν κυπαρίσσι, τεράστιο μέτωπο, βαθουλά μάτια πού έμοιαζαν μαύρα κάτω από τα πυκνά φρύδια, αυτιά λεπτοσκαλισμένα. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο ψάθινο και στο χέρι κρατούσε ένα ροζ γυάλινο βάζο, όπου έπλεαν μέσα σε λαδόξιδο σαρδέλες του βαρελιού. Δε θυμούμαι τα πρώτα του λόγια, μα τα δυο βαθιά αυλάκια, που έσκαβαν το πρόσωπο του, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Γιατί απ’ όλες τις κοπέλες, που ήμασταν εκεί, διάλεξε εμένα; Το ήξερε τάχα ο ίδιος; Στο μισοσκόταδο του βαγονιού άρχισε αμέσως τα ερωτήματα, που τ’ άκουσα τόσες φορές κατοπινά στη ζωή μας.
Όταν το πρωί έφτασαν πια στη Ραφήνα, ο Νίκος έμεινε δίπλα στην Ελένη όλη μέρα, προφυλάσσοντάς την με το κορμί του για να μην την κάψει ο ήλιος. Και δεν άλλαζε θέση, παρά μόνο όπως προχωρούσε και ο ήλιος.
Από τότε δεν χωρίσανε ποτέ. Η οριστική τους συμβίωση σαν ζευγάρι, όμως, άρχισε από τη Ρωσία τον Αύγουστο του 1928, όταν την κάλεσε να τον συναντήσει στη Μόσχα. Κάποιος ακόμη και σήμερα μπορεί να φαντασθεί πόση τόλμη χρειαζόταν η Ελένη για μια τέτοια παρέκκλιση από τα ήθη της εποχής. Αν δεχόταν την πρόσκλησή του, της είπε, δεν θα υπήρχε πλέον υπαναχώρηση και γυρισμός. Θα έπρεπε να μείνει για πάντα μαζί του. Θα γνώριζε δυσκολίες, φτώχεια, μέχρι και πείνα. Για ένα μόνο πράγμα έπρεπε να είναι σίγουρη: μαζί του δεν θα έπληττε ποτέ. Αλλά, της είπε, μπορεί και να μην τον ήξερε καλά, προκειμένου να πάρει μια τελεσίδικη απόφαση, καθοριστική για τη ζωή της. Γι’αυτό τη συμβούλευσε να πάει στο Ντύσσελντορφ της Γερμανίας και να ζητήσει τη γνώμη της Έλσας Λάνγκε, φίλης και πρώην ερωμένης του. Τα λίγα λόγια της Έλσας «βάραιναν στη ζυγαριά της Μοίρας μου», θα γράψει αργότερα η Ελένη: «Μπορείτε να τον εμπιστευτείτε. Μια φλόγα τον καίει κι όμως δε χάνει μήτε λεφτό την αίσθηση της ζωής. Ισορροπημένος, τέλεια φυσιολογικός… Κι ό,τι κι αν συμβεί, μη μετανιώσετε ποτέ που ακούσατε το κάλεσμά του. Είναι γυμνός σαν τον Άγιο Σεβαστιανό. Προφυλάξτε τον από τα βέλη». Έτσι έφυγε για τη Μόσχα η Ελένη και έμεινε από τότε για πάντα μαζί του. Έγινε τελικά η «λεπτεπίλεπτη» Αθηναία «το εφταγύναικο, το εφταπέτσινο σκουτάρι της ζωής του που καμιά σαγίτα δεν το περνάει».
Η Ελένη, τον καιρό της κατοχής, και της μεγάλης πείνας, στην Αίγινα, πήγαινε στις Φυλακές και έπαιρνε λίγο φαγητό από το συσσίτιο των φυλακισμένων για να μην πεθάνει από την πείνα ο Νίκος της. Και στην Antibes, στη Γαλλία, πήγαινε στην πλατεία της πόλης και μάζευε τα χαρούπια και τα έκανε κολιέ και τα πουλούσε στους τουρίστες για το πιάτο του Νίκου.
Η Ελένη ήταν και αυτή συγγραφέας, και μάλιστα πολύ καλή, αλλά επέλεξε την αφιέρωσή της στην προαγωγή του έργου του συζύγου της. Το μέγεθος της προσφοράς της, ακόμη και σε τεχνικό επίπεδο, μπορεί να εκτιμηθεί και μόνον από το γεγονός ότι δακτυλογράφησε επτά φορές την Οδύσεια με τους 33.333 στίχους. Εκείνη τον προέτρεψε να ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, από τις ιστορίες που της έλεγε τη νύχτα πριν κοιμηθούν.
Ο Νίκος και η Ελένη Καζαντζάκη συνέζησαν περίπου είκοσι χρόνια και στις 11 Νοεμβρίου 1945 τέλεσαν τον γάμο τους στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα. Με κουμπάρους τον Άγγελο Σικελιανό και τη γυναίκα του Άννα. Μάλιστα, τη διάρκεια της τελετής, συνειδητοποίησαν ότι είχαν ξεχάσει τις βέρες, οπότε και αμέσως ο Άγγελος και η Άννα έβγαλαν από τα δάχτυλά τους τις δικές τους και τις πέρασαν στα δάχτυλα του Νίκου και της Ελένης. Γι’αυτό και η βέρα της Ελένης γράφει «Άγγελος».
Ο Νίκος και η Ελένη ζούσαν τότε στην Αίγινα, με συχνά ταξίδια στο εξωτερικό, και από το 1946 τελικά εγκαταστάθηκαν στην Antibes, της νότιας Γαλλίας. Τους χώρισε ο θάνατος το 1957.
«Είμαι μια ηλεχτρική εγκατάσταση κι είστε το ηλεχτρικό ρέμα. Αν κοπεί, χάθηκα», της έγραψε πριν χρόνια πολλά ο Νίκος της. Αυτό το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκε την ημέρα των γενεθλίων του Νίκου Καζαντζάκη, στις 18 Φεβρουαρίου του 2003, στη 1:31 το μεσημέρι, όταν η Ελένη πήγε να βρει τον καλό της.
«Η ζωή μου δίπλα στον Νίκο»: Η Ελένη γράφει για την κοινή ζωή της με τον μεγάλο Νίκο Καζαντζάκη: “Κάθε επέτειο του θανάτου τού Νίκου, και όσο η δική μου ζωή φτάνει στο τέλος της, κάνω τον απολογισμό μου, τι έδωσα και τι πήρα από εκείνον, ύστερα από 32 ολόκληρα χρόνια κοινής ζωής. Η «κόκκινη γραμμή», που σημάδεψε την πορεία του και που εγώ θα την ονομάσω «ευθεία γραμμή», χαρακτήριζε και την απλή καθημερινή του ζωή. Δεν θυμάμαι ούτε μία πράξη του για την οποία θα έπρεπε να ντραπώ, ή και να προβληματιστώ ακόμα. Ήταν τόσο έντιμος, τόσο ακέραιος και τόσο ασυμβίβαστος που, όποιος είχε την τύχη να ζήσει μαζί του, στεκόταν στις άκρες των δαχτύλων του για να τον φτάσει. Έτσι ένιωθα εγώ όλα αυτά τα χρόνια μαζί του. Κάθε χρόνο που φεύγει, συμπαρασύροντας και μένα μαζί του, μεγαλώνοντας έτσι το χρονικό διάστημα από τότε που έφυγε ο Νίκος, τόσο βρίσκω να είμαι και πιο κοντά του, κάθε φορά και πιο πολύ, γιατί ξαναζώ τα χρόνια που ζήσαμε μαζί με μεγαλύτερη ένταση και ανείπωτη νοσταλγία. Όσο «το μεροκάματο τελεύει», σκέφτομαι πόσο τυχερή γυναίκα υπήρξα στη ζωή μου, γιατί ήταν όλα τόσο σωστά και ακέραια μαζί του όσο ένα κρυστάλλινο ποτήρι νερό, όπως ακριβώς έβλεπε εκείνος τη ζωή, που όσο κι αν πίνεις δεν ξεδιψάς. Έτσι ήταν και η ζωή μου μαζί του, ένα καθαρό, πεντακάθαρο ποτήρι νερό”.