Του είχε πει ότι το κουτί κρύβει το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Όταν το άνοιξε, κατάλαβε..
Ένας νεαρός άνδρας μαθαίνει ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή, από τον γείτονα της διπλανής πόρτας.
Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που ο Δημήτρης είχε να δει τον κυρ Γιάννη. Πανεπιστήμιο, κορίτσια, καριέρα, η ίδια η ζωή βρήκε τον τρόπο. Ο Δημήτρης για να καταφέρει να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό και να μετακομίσει στην πόλη. Εκεί, παλεύοντας με το άγχος της καθημερινότητας, δεν είχε χρόνο να σκεφτεί το παρελθόν, ούτε καν το παρόν. Να αφιερώσει μερικές μέρες στη σύζυγο και το γιο του.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο εκείνο το βράδυ άκουσε τη μητέρα του να του λέει:
“Ο μπάρμπα Γιάννης πέθανε χθες το βράδυ. Η κηδεία είναι την Τετάρτη”.
Η εικόνα του χαμογελαστού ηλικιωμένου γείτονα των παιδικών του χρόνων, πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του.
«Δημήτρη, δεν με ακούς;”
“Συγγνώμη, μαμά. Ναι, σε άκουσα. Έχει περάσει καιρός από τότε που τον σκέφτηκα τελευταία φορά. Λυπάμαι, αλλά ειλικρινά νόμιζα ότι είχε πεθάνει χρόνια πριν”, της είπε ο Δημήτρης.
“Αυτός όμως δεν σε ξέχασε ποτέ. Κάθε φορά που με έβλεπε, με ρωτούσε τι κάνεις. Αναπολούσε τις μέρες που πήγαινες στην αυλή του και του έκανες παρέα όταν ήσουν παιδί¨.
“Μου άρεσε το παλιό σπίτι που ζούσε”, της είπε ο Δημήτρης.
«Ο μπάρμπα Γιάννης σε αγαπούσε σαν εγγόνι του”.
«Είναι αυτός που μου έμαθε ξυλουργική. Δεν θα ήμουν σε αυτήν τη δουλειά, αν δεν ήταν αυτός. Πέρασε πολύ χρόνο μαθαίνοντας μου καινούργια πράγματα. Μαμά, θα είμαι εκεί στην κηδεία», είπε ο Δημήτρης.
Αν και ήταν πολύ απασχολημένος, βρήκε τον τρόπο και κράτησε τον λόγο του. Ο Δημήτρης έκλεισε εισιτήριο για την πρώτη πτήση και ταξίδεψε στο χωριό του.
Η κηδεία του κυρ Γιάννη ήταν μικρή και ήσυχη. Ο ίδιος δεν είχε δικά του παιδιά και οι περισσότεροι από τους συγγενείς του έλειπαν στην Αυστραλία και στη Γερμανία.
Το βράδυ πριν επιστρέψει στην πατρίδα του, ο Δημήτρης και η μητέρα του πήγαν να δουν το παλιό σπίτι του μπάρμπα Γιάννη.
Ο Δημήτρης στάθηκε για λίγο στην πόρτα πριν περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού. Ήταν σαν πέρασμα σε μια άλλη διάσταση, ένα άλμα στον χώρο και το χρόνο. Μέσα, το σπίτι ήταν ακριβώς όπως το είχε στο μυαλό του. Κάθε βήμα και μια ανάμνηση. Κάθε πίνακας στο τοίχο, κάθε έπιπλο.. ξαφνικά ο Δημήτρης σταμάτησε.
“Τι συμβαίνει;” ρώτησε η μητέρα του.
“Λείπει το κουτί», της απάντησε.
«Ποιο κουτί;”
«Ο μπάρμπα Γιάννης είχε ένα μικρό χρυσό κουτί πάντα πάνω στο γραφείο του. Πρέπει να τον ρώτησα χιλιάδες φορές τι είχε μέσα. Το μόνο που μου απαντούσε ήταν ότι μέσα υπάρχει το πιο πολύτιμο πράγμα για αυτόν στον κόσμο”, της είπε ο Δημήτρης.
Το κουτί έλειπε. Τα πάντα μέσα στο σπίτι ήταν ακριβώς όπως τα θυμόνταν ο Δημήτρης εκτός από αυτό το μικρό κουτί. Σκέφτηκε ότι μάλλον θα το πήρε κάποιος συγγενής του.
“Τώρα, δεν θα μάθω ποτέ ποιο ήταν το ποιο πολύτιμο πράγμα για εκείνον”, είπε ο Δημήτρης. “Καλύτερα να πάω να ξαπλώσω μαμά. Πρέπει να σηκωθώ αύριο νωρίς για την πτήση”.
Είχαν περάσει περίπου δύο εβδομάδες από τότε που πέθανε ο μπάρμπα Γιάννης. Ένα μεσημέρι επιστρέφοντας σπίτι από την δουλειά ο Δημήτρης ανακάλυψε ένα σημείωμα στο γραμματοκιβώτιο του.
“Απαιτείται η υπογραφή σας για να παραλάβετε ένα πακέτο. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Σας παρακαλούμε να περάσετε από το ταχυδρομείο μέσα στις επόμενες τρεις ημέρες”, διάβασε στο σημείωμα.
Νωρίς την επόμενη μέρα ο Δημήτρης πήρε το πακέτο. Ήταν παλιό, σχισμένο στις άκρες, σαν να του είχαν στείλει πριν από εκατό χρόνια. Τα γράμματα ήταν δύσκολο να τα διαβάσει αλλά το όνομα του αποστολέα, του τράβηξε την προσοχή.
“Γιάννης Π…”.
Ο Δημήτρης πήρε το κουτί, μπήκε στο αυτοκίνητο του και με γρήγορες κινήσεις το άνοιξε. Μέσα βρήκε το μικρό χρυσό κουτί και ένα σημείωμα.
Τα χέρια του έτρεμαν καθώς το διάβαζε..
“Μετά το θάνατό μου, να στείλετε αυτό το κουτί στον Δημήτρη Α…. Στο εσωτερικό του υπάρχει το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου”.
Ένα μικρό κλειδί ήταν κολλημένο με ταινία στο σημείωμα. Ο Δημήτρης το πήρε και συγκινημένος ξεκλείδωσε προσεκτικά το κουτί. Μέσα βρήκε ένα πανέμορφο χρυσό ρολόι τσέπης και ένα ακόμη σημείωμα.
Το άνοιξε και διάβασε:
“Δημήτρη, σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Γιάννης”.
«Το πιο πολύτιμο πράγμα για αυτόν ήταν.. ο χρόνος μου που του χάρισα. Οι στιγμές που πέρασα μαζί του”, ψέλλισε ο Δημήτρης.
Περιεργάστηκε το ρολόι για μερικά λεπτά. Στη συνέχεια πήρε το κινητό του, κάλεσε την γραμματέα του και ακύρωσε όλα τα ραντεβού για τις επόμενες δύο ημέρες.
“Γιατί;” τον ρώτησε εκείνη.
“Θέλω να περάσω λίγο χρόνο με τον γιο μου», της είπε. “Και, Άννα, σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου”, συνέχισε.
Τελικά, η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά από εκείνες τις λίγες στιγμές που μας κόβουν την ανάσα..