Το αριστουργηματικό «Βαλς των χαμένων ονείρων» και η τελευταία επιθυμία του Μάνου Χατζιδάκι
«Στην πρώτη ιδιωτική προβολή που κάναμε για την ταινία «Χαμένα Όνειρα», για να δει ο Μάνος την ταινία και να εμπνευστεί τη μουσική, στα πρώτα πέντε λεπτά κοιμήθηκε και ξύπνησε λίγο πριν τελειώσει η ταινία.
-Μάνο μου, μήπως πρέπει να την ξαναδείς; του λέω
-Δεν χρειάζεται, σε λίγες μέρες θα έχεις τη μουσική, μου απάντησε. Πράγματι, η μουσική ήταν καταπληκτική. Ο Μάνος έγραψε το «Βαλς των χαμένων ονείρων», που θεωρείται η καλύτερη μελωδία του στον κινηματογράφο”, θυμάται ο Αλέκος Σακελλάριος.
https://www.youtube.com/watch?v=9mtjQpa5uzU
Η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα της Ελλάδας, ο Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος.
Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Λάκης Παπαστάθης τον γνώριζε καλά. Τον συναντούσε επί μία πενταετία, την περίοδο 1973-1978, κάθε βράδυ στο Μαγεμένο Αυλό. Μαζί τους ο Γιώργος Σταθόπουλος, ο Αλέξης Μινωτής, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Κηπουργός και πολλοί ακόμη μουσικοί, ποιητές, ζωγράφοι, ηθοποιοί και σκηνοθέτες.
Στο διήγημα του με τίτλο «Μαγεμένος Αυλός», αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη στο Χατζιδάκι την περίοδο εκείνη και μας προσφέρει μία άγνωστη εικόνα του σπουδαίου ανθρώπου που λεγόταν Μάνος Χατζιδάκις.
Μαγεμένος Αυλός
Θυμάμαι τι έλεγες καθώς φωτιζόσουν αμυδρά
από το φως του καφενείου: αυτός ο χώρος έγινε μαγικός
επειδή είμαστε εμείς εδώ. Που τρώμε,
που πίνουμε καφέδες, που κοιταζόμαστε, που μιλάμε.
Αλλιώς δεν θα ’ταν τίποτα.
Την όπερα του Μότσαρτ τότε τη λέγαμε Μαγεμένο Αυλό και όχι Μαγικό όπως σωστά λέγεται σήμερα. Γι’ αυτό και το εστιατόριο όπου σύχναζαν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και φιλότεχνοι όλοι το ήξεραν σαν Μαγεμένο Αυλό. Ήταν πασίγνωστο στην Αθήνα για το καλό φαγητό του αλλά κυρίως γιατί τις βραδινές ώρες σύχναζε εκείνος. Έτρωγε συνήθως τορνεντό σωτέ και μετά έπινε τον εσπρέσο του ρίχνοντας μέσα κάτι σαν ζαχαρίνη. Δεν ήταν ποτέ μόνος. Κατέφθαναν σιγά σιγά φίλοι και συνεργάτες που έκαναν έναν κύκλο γύρω του. Συνήθως μόνο άντρες. Μουσικοί, ποιητές, ζωγράφοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες γέμιζαν τις καρέκλες και τις έσερναν κοντά του. Ανάμεσά τους πού και πού και κάποιος νέος άγνωστος, λαϊκό παιδί, που δεν μιλούσε καθόλου. Αυτός καθόταν πάντα δίπλα του και έφευγε μαζί του. Άκουγε τις συζητήσεις χωρίς να πολυκαταλαβαίνει γιατί τα θέματα σχετίζονταν με την τέχνη και τους καλλιτέχνες.
Εκείνος κυριαρχούσε, όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Σαν να ήταν πρύτανης ενός προφορικού πανεπιστημίου του καφενείου, που λειτουργούσε μόνο τις βραδινές ώρες και είχε επιλεγμένους ακροατές. Χωρίς να σ’ το λέει, καταλάβαινες αν ήσουν ευπρόσδεκτος ή όχι. Αν δηλαδή τις δυο-τρεις πρώτες φορές φαινόταν πως ταίριαζες, πως κολλούσες, γινόσουν τακτικός θαμώνας. Σαν να περνούσες από εξετάσεις. Έλεγε αστεία –τρανταζόταν πάντα από το γέλιο μόλις τα τελείωνε, έστω κι αν τα είχε πει δεκάδες φορές– αλλά και πολύ γοητευτικές ιστορίες από τη ζωή του στο θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μουσική. Αξιολογούσε και την πνευματική ζωή μ’ έναν πολύ προσωπικό τρόπο.
Αυτές οι συζητήσεις, κάτω από την ψωραλέα ακακία, στο μισοσκόταδο, σαν να είχαν κάτι από τα αρχαία συμπόσια. Ακουγόταν λόγος προφορικός και ελεύθερος που δεν στερεωνόταν με τη γραφή. Εκείνος δεν μιλούσε σαν δοκιμιογράφος, ούτε σαν σοφός, αλλά σαν μουσικός και ποιητής. Οι σκέψεις του είχαν πάντα κάτι ρευστό, συγκινητικό και ερωτικό. Όταν τον άκουγες ενεργοποιούσες το είναι σου για να επωφεληθείς από τα λεγόμενά του.
Κάθε Σάββατο, αργά το βράδυ, ένα γκαρσόνι τού έφερνε τον λογαριασμό της εβδομάδας μέσα σε κλειστό φάκελο. Αυτός τον άνοιγε, κοιτούσε το νούμερο και ξεσπούσε σε γέλια. Μετά άνοιγε το τσαντάκι του, έπαιρνε το μπλοκ επιταγών, έγραφε το νούμερο και υπέγραφε. Επειδή το στυλό του ήταν με μελάνι κουνούσε την επιταγή να αερίζεται για να στεγνώσει. Κάποιοι γνώριζαν πως πλήρωνε μια μικρή περιουσία κάθε εβδομάδα γιατί δεν άφηνε ποτέ κανέναν από την παρέα να πληρώσει ούτε μια δραχμή. Επιπλέον η φροντίδα του για τα γκαρσόνια ήταν πάντα διακριτική και γενναιόδωρη. Γνώριζε την οικογενειακή κατάσταση του καθενός και τους φώναζε πάντα με τα μικρά τους ονόματα.
Δεν ήταν μόνο οι θαμώνες αλλά και οι περαστικοί που για λίγο στα όρθια έλεγαν δυο κουβέντες μαζί του και χάνονταν.
Ο δρόμος μπροστά στον Μαγεμένο Αυλό δεν ήταν πολυσύχναστος κι εύκολα μπορούσες να ξεχωρίσεις τον κάθε περαστικό. Όπως το μηχανάκι με τους δυο καβάλα που σήμερα πηγαινοέρχονταν και κοίταζαν επίμονα.
Η παρέα σκορπούσε τρεις-τέσσερις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Εκείνος πήγαινε με τα πόδια στο σπίτι του που ήταν κοντά.
Ένα βράδυ, όταν ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, δημιουργήθηκε ρεύμα και ο αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο. Άκουσε και το παράθυρο να κλείνει με θόρυβο. Μόλις άναψε το φως τα είδε όλα στο πάτωμα. Τους δίσκους, τα βιβλία, τα συρτάρια του. Από το ράφι έλειπαν το πικάπ και το μαγνητόφωνο. Πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο. Είδε τρεις να απομακρύνονται. Δεν ήταν εύκολη η φυγή τους. Ισορροπούσαν δύσκολα, φορτωμένοι τα λάφυρα, στο στενό περβάζι του διπλανού σπιτιού μεταξύ δευτέρου και τρίτου ορόφου. Με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο και με μικρά πλάγια βηματάκια προσπαθούσαν να απομακρυνθούν. Κινδύνευαν να πέσουν γιατί δεν είχαν από πού να πιαστούν. Δεν καλόβλεπε τα πρόσωπά τους αλλά η μία φιγούρα κάτι του θύμιζε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να φωνάξει. Το μόνο που ένιωθε ήταν αγωνία μην πάθουν τίποτα. Πώς να τους βοηθήσει; Η φωνή του βγήκε πνιχτά.
― Προσέξτε… σιγά σιγά, μη φοβάστε…
Οι δύο κατάφεραν να περάσουν στη διπλανή ταράτσα και να εξαφανιστούν. Ο τρίτος δεν μπόρεσε να συνεχίσει και έπεσε.
Τηλεφώνησε αλαφιασμένος να έλθει ασθενοφόρο. Μετά βγήκε τρέχοντας. Κατέβηκε τις σκάλες στα σκοτεινά, κινδυνεύοντας να τσακιστεί. Έφτασε στο φωταγωγό. Τον είδε και πλησίασε. Σφάδαζε, δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τον αναγνώρισε…
― Παντελή…
― Με συγχωρείτε, ντρέπομαι. Εγώ τους έφερα, ήξερα πως ήσασταν στο Μαγεμένο Αυλό.
― Κουράγιο, θα ’ρθει το ασθενοφόρο σε λίγο. Πάω στην πόρτα να τους περιμένω μη χαθούν. Δεν θα ξέρουν πού να χτυπήσουν. Πού να μας βρουν στο φωταγωγό… όλα θα πάνε καλά.
Το ασθενοφόρο ήρθε γρήγορα γιατί διανυκτέρευε ο Ευαγγελισμός που ήταν κοντά. Δύο νοσοκόμοι τον έβαλαν στο φορείο προσεχτικά. Μπήκε κι αυτός μέσα στο αυτοκίνητο και κάθισε δίπλα του.
Στο νοσοκομείο τον πήγαν για ακτινογραφίες. Διαπιστώθηκε κάταγμα στο δεξί του πόδι. Το έβαλαν στο γύψο. Μετά τον μετέφεραν σ’ ένα δωμάτιο με τέσσερα κρεβάτια – οι άλλοι τρεις ασθενείς ροχάλιζαν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι έκπληκτοι τον αναγνώρισαν και του μίλησαν με μεγάλο σεβασμό.
― Είναι συγγενής σας;
― Φίλος.
― Τι ασφάλεια έχει; ΤΕΒΕ ή ΙΚΑ;
Κοίταξε τον Παντελή που τώρα ένιωθε κάπως καλύτερα.
― Έχω στο σπίτι το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Στο Σκαραμαγκά δουλεύω. Θα τηλεφωνήσω στην αδελφή μου να το φέρει.
Άρχισε σιγά σιγά να ξημερώνει. Κοιτάζονταν για ώρα.
― Η αστυνομία θα ’ρθει; Θα χάσω τη δουλειά μου.
Αυτός κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
― Ησύχασε.
― Θα πω στους άλλους να φέρουν πίσω το μαγνητόφωνο και το πικάπ.
Σταμάτησαν να μιλάνε για λίγο γιατί στο δωμάτιο μπαινόβγαιναν νοσοκόμες που μετέφεραν κάποιον με καροτσάκι.
― Δεν θα σε ξαναδώ στο νοσοκομείο. Σε λίγες ώρες θα φύγεις. Έχεις λεφτά για το ταξί;
Ο Παντελής κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
― Να μου τηλεφωνήσεις, ο αριθμός δεν άλλαξε.
Του χάιδεψε βιαστικά τα μαλλιά και βγήκε.
Πρωινή Αθήνα.
Άναψε τσιγάρο χωρίς να χρησιμοποιήσει τη μικρή πίπα που συνήθιζε. Βαθιές ρουφηξιές. Έξω από τον Ευαγγελισμό η ζωή ξυπνούσε. Πολλοί περίμεναν ν’ ανοίξουν οι πόρτες για το επισκεπτήριο ψωνίζοντας κουλούρια, γλυκά και λουλούδια.
Άγνωστες εικόνες γι’ αυτόν σε μια ώρα που συνήθως κοιμόταν.
Έφτασε στο Χίλτον. Στάθηκε απέναντι απ’ τη μεγάλη προμετωπίδα που χάραξε πριν χρόνια ο φίλος του. Αυτή την ώρα, με αυτό το φως, τα χαράγματά του έμοιαζαν με αρχαϊκά. Κατηφόρισε τη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Σκέφτηκε να στρίψει για καφέ στο Μαγεμένο Αυλό, που σχεδόν δεν έκλεινε ποτέ. Το καφενείο όμως με το πρωινό φως ήταν ένα άλλο καφενείο, άγνωστο σ’ αυτόν.
Μπαίνοντας στο σπίτι κάθισε στο πιάνο. Άρχισε να παίζει. Αργά στην αρχή, πολύ έντονα μετά. Αυτοσχεδίαζε για πολλή ώρα. Ο ίδιος ήταν απολύτως προσηλωμένος, σαν να εκτελούσε με ακρίβεια ένα συγκεκριμένο μουσικό έργο που το είχε μελετήσει για μήνες. Κι ας μην το γνώριζε, κι ας μην το είχε ξανακούσει. Ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε να το ξαναπαίξει, πως αναδύθηκε ξαφνικά από μέσα του κι εξαφανίστηκε. Όταν τελείωσε αναρωτήθηκε, όπως όταν ήταν μικρός, από πού έρχεται η μουσική; Και μετά, αφού την ακούσουμε, πού πάει;
Μετά το λαχάνιασμα και την ένταση έπαιξε κάτι αργό, μια δική του σύνθεση, το Βαλς των Χαμένων Ονείρων. Το είχε γράψει πριν από δεκαετίες για μια ελληνική ταινία της σειράς. Την ταινία την ξέχασε, τη μουσική όμως την έπαιζε συχνά, τον συγκινούσε πάντα παρόλο που δεν είχε χορέψει ποτέ στη ζωή του βαλς.
Είχε ζητήσει να ταφεί μακριά από την Αθήνα. Όσο γινόταν πιο απλά. Όταν έφυγε απ’ τη ζωή συνόδευσαν τη σορό του μόνο φίλοι και γνωστοί. Παρά την πανελλήνια συγκίνηση, ο κόσμος σεβάστηκε την επιθυμία του. Όλη η παρέα του Μαγεμένου Αυλού έδωσε το «παρών». Στο τέλος, ένας σαραντάρης με γκρίζους κροτάφους έμεινε μόνος πάνω απ’ τον τάφο με τα λουλούδια δακρυσμένος. Δυο συνομήλικοι που στέκονταν παραδίπλα τού φώναξαν «Έλα, Παντελή, πάμε…»