Το Μέγα Λεξικόν της Μαγκιάς. Τι σημαίνουν: λάχανα, σερέτης, τσίμα, αλαμπουρνέζικα.
Εκφράσεις και λέξεις που όλοι χρησιμοποιούμε, αλλά ίσως δεν ξέρουμε την προέλευσή τους. Αρκετές είναι τούρκικες, αρβανίτικες ή αραβικές. Φυσικά δεν τις χρησιμοποιούσαν μόνο οι μάγκες, αλλά και οι πνευματικοί άνθρωποι, ειδικά όσοι ήταν ασίκιδες!
Α
Αλανιάρα = γυναίκα ρέμπελη του δρόμου
Αλαμπουρνέζικα = αυτά που δεν βγάζεις νόημα. Κατά τον Μπαμπινιώτη προέρχονται από τη φυλή Μπουρνού του Σουδάν που όταν μιλάνε ακούγονται απλά ήχοι περίεργοι.
Άμπακο = αυτό που δεν έχει τέλος (έφαγε τον άμπακο). Βγήκε από τον Άβακα τον τρόπο που οι Άραβες έκαναν υπολογισμούς, κάτι σαν μικρό κομπιουτεράκι, με χάντρες που μπορούν ωστόσο να κάνουν υπολογισμούς τεράστιους άνευ τέλους…
Αντάμικα = αντρίκια, θαρραλέα
Αρκουδόμαγκας = ψευτόμαγκας
Ασίκης = ωραίος, λεβέντης.
Β
Βλάμης = σταυραδελφός, παλικαράς, κουτσαβάκης, εραστής, γενναίος
Βουβή = μαχαίρι
Βουβουζέλας = αυτός που κάνει θόρυβο (όπως λέμε παπαρδέλας για αυτόν που μιλάει πολύ). Κατά συνέπεια η λέξη βουβουζέλα στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής είναι λέξη «πειραϊκή».
Γ
Γιαβάσης = ήρεμος, ψύχραιμος, αποφεύγει εντάσεις
Γιαβουκλού = μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι = Σφοδρό ερωτικό πάθος
Γιάφκα = πρόκειται για ρωσική λέξη που σημαίνει το παράνομο στέκι που συγκεντρώνονταν οι κομμουνιστές για να προετοιμάσουν την επανάσταση του 1917
Γομάρια = τα γαϊδούρια, αλλά στην Τρούμπα είχε την έννοια του σωματοφύλακα, του μπράβου που δεν καταλάβαινε τίποτα. Όπως τα γαϊδούρια που τα φορτώνεις και πάνε, έτσι κι αυτός «εαν τις έτρωγε» δεν έκανε πίσω.
Δ
Δαχτυλίθρες = παράνομο παιχνίδι εξαπάτησης, στο οποίο το θύμα έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως δαχτυλίθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβίθι
Δερβίσης = Σωστός, ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη = Το αμφίστομο μαχαίρι.
Ε
Εξωφυλαρούχας = το παιδί που είναι άμπαλο, δεν ξέρει μπάλα και γι΄αυτό όταν επιλέγουν τους παίχτες στην αλάνα δεν τον θέλει κανείς και μένει να φυλάει τα ρούχα των υπολοίπων. Επίσης, είναι αυτός που κάνει τον «καμπόη» μαζεύει δηλαδή τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες. Στην εξωγηπεδική ζωή είναι αυτός που δεν έχει σοβαρό ρόλο.
Κ
Κασσαδόρος = ο διαρρήκτης
Κογιονάρω = εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι = το πιστόλι
Κουσελιάρης = ο κουτσομπόλης
Κατσαβάκης = νταής, παλικαράς
Κούφιο = το πιστόλι, πάλι
Κοψοχρονιά = από τον κοψόχρονο άνδρα, δηλαδή αυτόν που πεθαίνει νωρίς βγήκε η λέξη αυτή που σημαίνει αυτόν που φεύγει άδικα και χωρίς λόγο.
Λ
Λαχανάδες = οι πορτοφολάδες
Λάχανα = τα πορτοφόλια
Λάζος = είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λιμά = τα λόγια χωρίς σημασία.
Μ
Μάγκας = ο σωστός άνδρας
Μαγκιόρος = Μεγάλος, ξεχωριστός
Μάλε βράσε = πρόκειται για έκφραση Πειραιωτών κρητικής καταγωγής που κατοικούσαν στην Καστέλα που μόλις μπλέκονταν με Μανιάτες προκαλούσαν φασαρίες. Ειδικά οι προερχόμενοι από τα Μάλια της Κρήτης, μόλις τους προκαλούσαν οι Μανιάτες έβραζαν από θυμό
Μανίτα = Μέθοδος εξαπάτησης που εφαρμόζονταν όπως και ο «παππάς» σε αδαείς επαρχιώτες και μετανάστες
Μάπας = ο αργιλές
Μαστούρα = η χασισική μέθη
Ματσαράγκα = κατεργαριά
Μαύρης = χασίς
Μαχμούρικο = Βαρύθυμο, νωθρό, ζαλισμένο από αλκοόλ ή από άλλη αιτία
Μερακλής = Μανιώδης, παθιασμένος
Μόρτης = συνώνυμο του μάγκα
Μόκο = η σιωπή (κάνε μόκο)
Μπαγιόκο = Λεφτά, κομπόδεμα
Μπαλαμούτι = απάτη χαρτοπαικτική κυρίως
Μπαμπεσιά = η δόλια, ύπουλη πράξη
Μπαρμπουτζής = αυτός που κουμαντάρει τυχερό παιχνίδι με ζάρι το οποίο ονομάζεται «μπαρμπούτι».
Μπαρμπούτι = τυχερό παράνομο παιχνίδι με ζάρια
Μπαχτσές = ο κήπος
Μπελαλής = αυτός που γίνεται συνεχώς αφορμή για καυγάδες, φασαρίες, ο δύστροπος
Μπιλαντέρια = τα αδέλφια
Μπιτιρίνι = η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη = κόλλημα, επιμονή, πείσμα.
Ν
Νταβατζής = μαστρωπός
Νταής = παλληκαράς
Νταλκάς = δυνατή επιθυμία, πόθος
Νταμίρα = το φυτό Datura stramonium ή αλλιώς Τάτουλας που είναι πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες και ατροπίνη και χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντέρτι = ψυχικός πόνος
Ντουζένι = το κέφι
Ντουνιάς = ο κόσμος
Ντράβαλα = μπελάδες.
Ξ
Ξεφτέρι = το αρπακτικό πουλί, κατά συνέπεια ο ξύπνιος άνδρας
Π
Παπατζής = αυτός που εξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι, «παππάς»
Παπαγαλάκι = όπως το πτηνό παπαγάλος μπορεί να επαναλάβει κάτι που ακούει συνεχώς, έτσι και τύποι που το «έπαιζαν» μάγκες στον Πειραιά αλλά δεν ήταν, μόλις τους έκαναν προσαγωγή στο τμήμα έλεγαν τι είχαν ακούσει στην «πιάτσα»
Πεζεβέγκης = ο Μαστρωπός (Ο πεζεβέγκης που τάχει στην πούγκα)
Πετσί = το πορτοφόλι
Πιάτσα = από την ιταλική λέξη piazza που σημαίνει πλατεία. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνονταν οι μάγκες
Ποδαράδες = παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα = το κομπόδεμα
Πρεζάκιας = ο εξαρτημένος από ηρωίνη.
Ρ
Ρεφάρω = ξανακερδίζω όσα έχασα
Σ
Σεβνταλής = ο ερωτευμένος
Σεβντάς = ο ερωτικός καημός
Σεκλέτια = στεναχώρια
Σερέτης = ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι = η σκληρότητα
Σπαχάνι = από το Ισπαχάν της Περσίας
Συνάχης = άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος = ο κερδισμένος.
Τ
Ταρίφας = ο ταξιτζής
Τεκές = χασισοποτείο
Τεκετζής = ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος = ο χαμένος
Τεφαρίκι = το εκλεκτό πράγμα
Τζάμπα = δωρεάν
Τζαμπατζής = αυτός που δεν πληρώνει
Τζιμάνι = ο αξιαγάπητος, ο σεβαστός
Τουμπεκί = ο καπνός
Τσίφτης = στα αλβανικά είναι το γεράκι και τσίφτηδες είναι αυτοί που είναι ξύπνιοι όπως τα αρπακτικά πουλιά
Τσίμα = τσίμα – τσίμα, επτανησιακή έκφραση που σημαίνει κοντά
Τουφατζής = αυτός που έχει κάνει φυλακή.
Φ
Φάσκελο = η μούτζα. Προέρχεται από τον φάκελο που στέλνουμε (ταχυδρομούμε) κάτι σε κάποιον.
Φελέκι = λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ…ώ το φελέκι μου δηλαδή την τύχη μου)
Φιλέτο = κατά κυριολεξία είναι η μικρή κλωστή. Επειδή συνήθιζαν να μαγειρεύουν τα καλά κρέατα δεμένα με σπάγκο έμεινε το φιλέτο να σημαίνει το καλύτερο.
Φούφουτος = σημαίνει ο άλφα, ο βήτα, ο τάδε, ο δείνα. Οι μάγκες όταν δεν ήξεραν το όνομα κάποιου αντί να πούνε το έκανε ο τάδε όπως έλεγαν οι καθώς πρέπει, απαντούσαν το έκανε ο Φούφουτος. Κατά άλλη εκδοχή προέρχεται από την πίεση που υπήρχε από την αστυνομία να «μιλήσουν», να δώσουν το όνομα του συνεργάτη τους και έλεγαν όνομα το οποίο δεν υπήρχε.
Χ
Χαράμι = μάταια, αυτό που πήγε άδικα. Βγήκε από το αραβικό χράμι που ενώ είναι κομψοτέχνημα και κεντητό, οι μουσουλμάνοι το στρώνουν στο πάτωμα και πατάνε πάνω του για να προσευχηθούν.
Χαρμάνης = ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης
Ψ
Ψιλά = τα λεφτά
Πηγή: γλωσσάρι διαδικτυακού ρεμπέτικου φόρουμ, Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη (εκδόσεις ελευθεροτυπία 1993) και Pireorama ιστορίας και πολιτισμού.