Το μεγαλείο του Ιωάννη Μπάγκα: Χάρισε όλη την περιουσία του στην πατρίδα και κράτησε για τον εαυτό του 300 δρχ
Γεννήθηκε το 1814 στην Κορυτσά, «απέδρασε» στο Κάιρο ως ράπτης, πήγε στη Ρουμανία, επέστρεψε πλούσιος στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και πρόσφερε όλη την περιουσία του εν ζωή και όχι μετά τον θάνατο του. Έδωσε πριν πεθάνει όλα του τα πλούτη στο κράτος και για τον εαυτό του… ζήτησε να του παραχωρηθεί ένα ποσό 500 δραχμών για να ζει.
Η περίπτωση αυτού του εθνικού μας ευεργέτη είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτη. Για έναν λόγο. Ίσως να είναι ο μόνος εθνικός ευεργέτης που πρόσφερε την περιουσία του εν ζωή και όχι μετά τον θάνατο του, και την παραχώρησε, όπως ο ίδιος είπε, για έργα «εθνωφελή και φιλάνθρωπο». Έδωσε πριν πεθάνει όλα του τα πλούτη στο κράτος και για τον εαυτό του… ζήτησε να του παραχωρηθεί ένα ποσό 500 δραχμών για να ζει. Λέγεται ότι τελικά του ενέκριναν 1.000 δραχμές, αλλά αυτός κράτησε μόνο 300 δραχμές! Ακόμη και αν δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα, η ιστορία αυτή είναι ενδεικτική του χαρακτήρα του ανθρώπου.
Πρόκειται για τον Ιωάννη Μπάγκα (ή Πάγκα), ο οποίος γεννήθηκε το 1814 στην Κορυτσά. Πατέρας του ήταν ο επίσης ευεργέτης και έμπορος Γεώργιος Μπάγκας. Η προσωπική του ιστορία, όπως όλων των ευεργετών, είναι ενδιαφέρουσα και σχεδόν μυθιστορηματική.
Το 1833 έφυγε από το σπίτι διότι ο πατέρας του ήθελε να τον παντρέψει. Για να αποφύγει τον γάμο, αρχικά εγκαταστάθηκε στη Θήβα και μετά στη Χαλκίδα. Από τη Χαλκίδα έφυγε με πλοίο για την Αλεξάνδρεια. Εγκαταστάθηκε στο Κάιρο ως ράπτης. Εκεί μάζεψε χρήματα και συντηρούσε τους γονείς του στη μακρινή πατρίδα και άλλους συγγενείς. Μετά καταπιάστηκε με τη γεωργία και αναζητώντας πιο ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες πήγε στη Ρουμανία, όπου, κατά συμβουλή και μίμηση του Ευάγγελου Ζάππα, μίσθωσε μεγάλες εκτάσεις και τις καλλιέργησε. Το ταπεινό του ντύσιμο, το βραχύ ανάστημα του και το σπινθηροβόλο βλέμμα του ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά που επισήμαιναν όλοι όσοι τον γνώριζαν. Σχεδόν αγράμματος, αλλά ολιγαρκής, φιλόπονος και ευσεβής, δεν άργησε να θησαυρίσει. Ο Μπάγκας, βαθιά θρησκευόμενος, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να πλουτίσει για να διαθέσει όλη του την περιουσία υπέρ του έθνους. Επέστρεψε πλούσιος στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ο Ιωάννης Mix. Μπάγκας πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου 1895 σε ηλικία 81 ετών. Χαρακτηριστικό είναι το επίγραμμα που έχει χαραχθεί επάνω στη μαρμάρινη προτομή του, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών: «Ο τα ίδια κοινά νομίσας, άνερ χρηστέ χαίρε» (που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «τα αποκτήματα μου είναι κοινή περιουσία»).
ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΣΧΟΛΕΙΩΝ
Ο Μπάγκας δαπάνησε επί σαράντα πέντε χρόνια επανειλημμένα ποσά για την ανέγερση σχολείων. Την περίοδο 1887-88 προσέφερε σημαντική χορηγία για τη συνέχιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της ελληνικής σχολής Κορυτσάς, των διδακτηρίων και της βιβλιοθήκης της. Έκτισε ένα κτιριακό μέγαρο στη γωνία της πλατείας Ομονοίας και της οδού Αθηνάς, στο κέντρο της Αθήνας, που στα μετέπειτα χρόνια έγινε γνωστό ως ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος».
Με συμβολαιογραφική πράξη που συνέταξε στις 16 Αυγούστου 1889, δώρισε ολόκληρη την περιουσία του στο ελληνικό κράτος. Ο πρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης έθεσε την «Μπάγκειον Επιτροπή» προς διαχείριση του ποσού των άνω των δύο εκατομμυρίων δραχμών. Στο ελληνικό κράτος δώρισε και την οικία του στην Αθήνα (επί της πλατείας Ομόνοιας), έργο του Τσίλλερ, και ένα ακόμη κτιριακό μέγαρο που φέρει την ονομασία «Μπάγκειον».
Στη συμβολαιογραφική πράξη εκχώρησης, που από την πλευρά του Δημοσίου αποδέχθηκε αυτοπροσώπως ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, αναφέρεται για τον Μπάγκα: «(…) Αναλογιζόμενος το πρόσκαιρον του παρόντος βίου και μάλιστα το προκεχωρηκός της ηλικίας αυτού και επιθυμών να χρησιμοποίηση από τούδε υπέρ κοινωφελών τω έθνει έργων την περιουσίαν αυτού, όπως και ζων ήδη τους καρπούς της τοιαύτης διαθέσεως, δωρείται αιτία θανάτου και δωρεάν αμετάκλητον τω Ελληνικώ Εθνει και τω Ελληνικώ Δημοσίω την ακίνητον περιουσίαν». Ο Χαρίλαος Τρικούπης τού απένειμε το παράσημο του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος.
Επειτα από αυτήν την πρώτη δωρεά ο Μπάγκας με την εργατικότητα του απέκτησε ξανά νέα περιουσία. Κατάφερε να αγοράσει το οικόπεδο απέναντι από την κατοικία του στην Ομόνοια, στο οποίο οικοδομήθηκε επιβλητικό μέγαρο, το «Μπάγκειον ξενοδοχείον, Φίλιππος Β’», που στη συνέχεια το εκχώρησε και αυτό στο κράτος. Επιπλέον αγόρασε στην οδό Αθηνάς και Αρμοδίου και άλλο οικόπεδο, στο οποίο άρχισε να κτίζει ξενοδοχείο, που όμως έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του. Το κτίριο περατώθηκε πολλά χρόνια αργότερα μέσω του Μπαγκείου Κληροδοτήματος και λειτούργησε με το όνομα «Ολυμπιάς».
Το 1856 στην Κορυτσά ο Μπάγκας ανήγειρε το Μπάγκειον Γυμνάσιο με την επωνυμία «Ελληνοσχολείον» και κατασκεύασε υδραγωγείο. Ακόμη κληροδότησε ένα σημαντικό ποσό στο Αμαλίειον Οικοτροφείο Αθηνών για να προικίζονται τα ορφανά κορίτσια, 3000 δραχμές στον μητροπολίτη Κορυτσάς, προκειμένου να τις διανέμει στους φτωχούς, 18.000 δραχμές στο Δημοτικό Νοσοκομείο «Ελπίς», 2.000 δραχμές στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» κ.ά. Επιπλέον, διέταξε ετήσια χορηγία προς τη Ριζάρειο Σχολή για να δίνονται κάθε χρόνο υποτροφίες σε δύο σπουδαστές από την Κορυτσά.
ΤΑ ΔΥΟ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Ο Ι. Μπάγκας έκτισε ένα κτιριακό μέγαρο στη γωνία της πλατείας Ομονοίας και οδού Αθηνάς, στο κέντρο της Αθήνας, που στα μετέπειτα χρόνια έγινε γνωστό ως ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος». Το τετραώροφο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», που δεσπόζει στη δυτική γωνία της διασταύρωσης της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε το έτος 1889, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (1837-1923), κατόπιν δωρεάς του Ιωάννη Μπάγκα.
Η ανέγερσή του (μαζί με το δίδυμό του «Μπάγκειο», λίγο αργότερα) εγκαινίασε, κατά κάποιο τρόπο μια νέα εποχή για τα αθηναϊκά ξενοδοχεία, από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής διάταξης και εξωτερικής μορφής (χαρακτηριστική η διακόσμηση της ζώνης του τελευταίου ορόφου με τις βαθυκόκκινες ορθογώνιες επιφάνειες).
Βασικό νέο στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη κεντρικού υαλοσκεπούς αιθρίου, πέριξ του οποίου αρθρώνονται το κτίριο και οι λειτουργίες του. Αρχικά ήταν τριώροφο, με αγάλματα στη στέψη, τα οποία αφαιρέθηκαν όταν προστέθηκε ο τέταρτος όροφος (μετά το 1920), ενώ για ένα διάστημα, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε αποκτήσει και παράρτημα σε άλλο κτίριο της πλατείας. Όπως και τα περισσότερα ξενοδοχεία της ευρύτερης περιοχής της Ομόνοιας, παρήκμασε μεταπολεμικά (το συγκεκριμένο λειτουργούσε πάντως ακόμη κατά τη δεκαετία του 1950, ενώ το ομώνυμο καφενείο-γαλακτοπωλείο του ως τα τέλη του 20ού αιώνα). Πρόσφατα ανακαινίστηκε.
Το τριώροφο μέγαρο στη γωνία της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε κατά την δεκαετία του 1870. Το 1878 στο ισόγειο στεγάστηκε το καφενείο Χαραμή, ενώ από το 1892 εγκαταστάθηκε, στον ίδιο χώρο, το πολυτελές ζαχαροπλαστείο Σ. Ζαχαράτου-Κ. Καπερώνη (γαμπρός και πεθερός που διέθεταν, από τη δεκαετία του 1880, ανάλογα καταστήματα και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας). Λίγο αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα, στους επάνω ορόφους του ίδιου κτιρίου λειτούργησε παράρτημα του ξενοδοχείου «Πάγκειον» (γνωστότερο ως «Μπάγκειον», που είχε ανοίξει από το 1894 στη γωνία της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας).
Στη μεταπολεμική περίοδο στεγάστηκε επάνω ιδιωτικό φροντιστήριο και στο ισόγειο εστιατόριο. Το κτίριο ανακαινίστηκε στα τέλη του 20ού αιώνα. Το «Μπαγκειο Μεγάρο», το 1920 «γέννησε και στέγασε» το τελευταίο συστηματικό φιλολογικό κέντρο της Αθήνας, φιλοξενώντας την αφρόκρεμα των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι Κ. Βάρναλης, Ορ. Λιάσκος, Α. Τερζάκης, Τ. Άγρας, Δ. Ψαθάς, Μυρτιώτισσα, Ν. Λαπαθιώτης, Γ. Ρίτσος, κ.ά., συμβάλλοντας τόσο στην αναγνώριση του έργου τους, όσο και στην αναγνώριση του έργου του μεγάλου μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη. Ειδικά για τον Καβάφη,το MC διοργάνωσε στο Μπάγκειον Μέγαρον ειδική έκθεση και ημερίδα.
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ