Το ρημαγμένο σπίτι του Παύλου Μελά στην Κηφισιά (φωτογραφίες)
Τατοΐου 50, Κηφισιά. Αντί για κανονική εξώπορτα, μια παράταιρη «σύνθεση» από κοτετσόσυρμα και στο φόντο, βγαλμένη από καρτ ποστάλ εποχής, μια κατοικία των αρχών του αιώνα, εμφανώς ερειπωμένη. Στο μεταξύ διάστημα, κυρίαρχη η εικόνα της εγκατάλειψης: αγριόχορτα και σκουπίδια. Το ίδιο ακριβώς και στο πεζοδρόμιο. Δύσκολα φαντάζεται κανείς προσπερνώντας, είτε με όχημα είτε πεζός, ότι το κτίσμα που ρημάζει είναι ένα μνημείο της νεότερης ιστορίας μας, με τη βούλα του υπουργείου Πολιτισμού. Μόνο αν επιμείνει, σταθεί και περιεργαστεί το χώρο θα διακρίνει τη διακριτική, πνιγμένη στα συνθήματα («σκατά στην Χ.Α») μαρμάρινη πλακέτα, και θα αποκαλύψει ότι στο σπίτι αυτό κάποτε έζησε ο Παύλος Μελάς: «Απ’ εδώ έφυγε ο Παύλος για τη Μακεδονία στα 1904».
Μια πλαστικοποιημένη «ταυτότητα», με τη σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, και ειδικότερα της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Νεοτέρων και Σύγχρονων Μνημείων, μας πληροφορεί για το έργο που σε Α’ φάση συντελείται: επείγουσες εργασίες άρσης ετοιμορροπίας, στερέωσης και προστασίας της διατηρητέας οικίας Παύλου Μελά. Πρόκειται για ανέκδοτο. Καμία απολύτως κινητικότητα δεν προδίδει την πραγματοποίηση οποιονδήποτε εργασιών. Γιατί φυσικά καμία εργασία δεν συντελείται στο χώρο. Οι σκαλωσιές που στέκονται στην είσοδο της οικίας είναι ξεχασμένες τόσο καιρό που αρχίζουν και σαπίζουν .
Οι περιπέτειες που έχει περάσει το περίφημο κτίσμα και μνημείο «προσφέρονται για να γραφτεί μυθιστόρημα», μας λέει η εγγονή του Παύλου Μελά και κληρονόμος του, κ. Ναταλία Ιωαννίδου. Ο άνθρωπος με τη χαλκέντερη υπομονή που έχει υποστεί τα πάνδεινα για να το διασώσει και φιλοτιμήθηκε να μας ανοίξει την πόρτα του για να δούμε την άθλια κατάσταση στην οποία έχει αφεθεί να περιέλθει. Το 100 περίπου τετραγωνικών σπιτάκι του Μελά, εκεί όπου πρόφτασε να ζήσει οκτώ μόλις χρόνια οικογενειακής ευτυχίας με τον μεγάλο έρωτα της ζωή του, τη σύζυγό του Ναταλία και αδελφή του Ίωνα Δραγούμη, και τα δυο τους παιδιά, στο διάβα του αιώνα έχει υποστεί όλων των ειδών τις επιθέσεις. Επιτάξεις, εισβολές μεταναστών, ληστείες και αποψιλώσεις, καταλήψεις, τελετές. Και διεσώθη από δημάρχους αρπακτικά, αυτόκλητους «σωτήρες» κι εθνοκάπηλους χορηγούς. Εσχάτως εμφανίστηκε νέος εχθρός: ο παρανοϊκός ΕΝΦΙΑ που επιβλήθηκε στη συνταξιούχο καθηγήτρια κληρονόμο του, κόντρα στο ευρωπαϊκό σύνταγμα και τη συνθήκη της Γρανάδας.
Όταν η κυρία Ναταλία ξεκλειδώνει την πόρτα του ετοιμόρροπου χαλάσματος, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα βορειότερα του σιδηροδρομικού σταθμού της Κηφισιάς και στην τελευταία τους «επίσκεψη» οι χρυσαυγίτες του αφήσανε τη σφραγίδα τους με μια ελληνική σημαιούλα, αντικρίζεις εικόνες σοκαριστικές: διαλυμένα πατώματα, ξηλωμένες τάβλες, μαδημένους τοίχους, πεσμένα παντζούρια, σπασμένα τζάμια, ξηλωμένα τζάκια και καλοριφέρ μετά από επιδρομές, σκουπίδια που αφήσανε οι τελευταίοι λαθραίοι ένοικοί του. Υπάρχουν περιοχές στο ταβάνι όπου διακρίνονται σαν μικρά ίχνη οι παλιές οροφογραφίες- διάκοσμοι κοσμήματα. Αυτή είναι λοιπόν η τύχη που επιφυλάσσει η Πολιτεία στα μνημεία που η ίδια, συχνά ερήμην των ιδιοκτητών τους, έχει χαρακτηρίσει ως τέτοια; Θλίψη.
Μετακινούμαστε στη σύγχρονη κατοικία, μέσα στο ίδιο κτήμα, όπου ζει η κ. Ναταλία Ιωαννίδου. Είναι το παρατηρητήριό της σε όλες τις κατά καιρούς επιδρομές και η κιβωτός όσων μπόρεσαν και διασώθηκαν από την κατοικία των Μελάδων: σερβάντες, τραπέζια, σερβίτσια, ασημένια σκεύη, φωτογραφικά πορτρέτα, το ρολόι τοίχου που το ζευγάρι έφερε από την Παρισινή Έκθεση το 1900. Αναμνηστικά κειμήλια μιας ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής στην εξοχική Κηφισιά. Δεν είναι γνωστό ότι ο ίδιος ο Μελάς έκανε τα σχέδια του σπιτιού. Τα έχει στα χέρια της η εγγονή του, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο, το τελικό σχέδιο να το επεξεργάστηκε αρχιτέκτονας, και μάλιστα επώνυμος. Οι μελετητές υποψιάζονται ότι πρόκειται για δημιούργημα του Τσίλερ, καθώς το κτίσμα θυμίζει παρεμφερή σχέδιά του για το Τατόι.
Η κυρία Ιωαννίδου κάτω από τα βλέμματα των πορτρέτων του Ίωνα Δραγούμη, της γιαγιάς της Ναταλίας και του Μελά, ξετυλίγει τις περιπέτειες του διατηρητέου και τις αγωνίες της για το άδηλο μέλλον του. «Ο πρώην δήμαρχος της Κηφισιάς κ. Χιωτάκης, ήθελε να πάρει το οίκημα τζάμπα, και να ωφεληθεί και σε ψήφους και σε γόητρο. Δεν είμαι όμως διατεθειμένη να ωφεληθεί οποιοσδήποτε για προσωπικό του όφελος», δηλώνει κατηγορηματικά. «Είδατε το γυφταριό έξω στο πεζοδρόμιο;», μας ρωτά κάποια στιγμή συνοφρυωμένη. «Δεν έχει έρθει ποτέ κάποιος από το Δήμο, που τόσο εποφθαλμιά το κτίσμα, για να καθαρίσει. Δεν έχει ούτε φωτισμό».
Οι εισβολές ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’90: «Με το πρώτο κύμα μεταναστών». Κατά διαστήματα βρίσκονταν μέσα στην οικία παρατημένα στρώματα και άλλα πειστήρια της λαθραίας ζωής που φιλοξενήθηκε. «Έχουν συμβεί πολλά». Ανάμεσα σε αυτά, το 2008, και η κατάληψη του κήπου από «παρακλάδι της Χρυσής Αυγής -γιατί η πείρα μου λέει ότι η Χρυσή Αυγή έχει συνιστώσες όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ», επισημαίνει η κ. Ιωαννίδου. Καθόταν στην βεράντα της ανύποπτη με τον ξάδελφό της όταν ξαφνικά βλέπει ένα λεφούσι νεαρών να εισβάλλει και να ρίχνει το συρματόπλεγμα της εισόδου κουβαλώντας και στήνοντας αντίσκηνα, μηχανές και τρίποδα. «Τους φώναξα “τι κάνετε εδώ;”. Δεν μου έδιναν καμία σημασία. Πήρα το 100 και κατέβηκα κάτω έξαλλη. Δεν μου φέρθηκαν άσχημα αλλά με αγνοούσαν».
«Το κίνητρό τους για να κάνουν κατάληψη ήταν, όπως αποκάλυψαν, το ότι ανέλαβε Υπουργός Πολιτισμού ο κ. Σαμαράς, που έχει “πατριωτικά” αισθήματα. Θέλανε, με άλλα λόγια, να τον πιέσουν για να αποκαταστήσει το κτίσμα». Οι λεπτομέρειες που προσθέτει η συνομιλήτριά μας είναι αποκαλυπτικές για τους δεσμούς των χρυσαυγιτών καταληψιών με την αστυνομία. «Φτάνοντας στο Τμήμα ο επικεφαλής των καταληψιών δεν είχε ταυτότητα. Είπε “έχω άδεια από την αστυνομία να μη φέρω ταυτότητα”, για λόγους προστασίας του. Τα ονόματα των νεαρών εισβολών για ένα μεγάλο διάστημα τα συναντούσα σε όλα τα επεισόδια που σχετίζονταν με τη Χ.Α.».
Το περιστατικό που μας αφηγείται συνέβη Σάββατο. Τηλεφώνησαν απ’ το Τμήμα στην οικία του διοικητή. «Προσπαθούσε να με πείσει να μην κάνω μήνυση», αναφέρει η κ. Ναταλία Ιωαννίδου. Σε λίγη ώρα έφθασε αυτοπροσώπως και στο τμήμα ο διοικητής: «Μην το πάρετε σαν πίεση. Αλλά πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι αν κάνετε μήνυση μπορεί να σας πετάξει κάποιος μια μολότοφ», τη συμβούλευε. «Τότε κι εγώ απαιτώ προστασία από εσάς», του απάντησε. «Μα άγνωστοι θα το κάνουν», της αντιγύρισε ο διοικητής ως Πόντιος Πιλάτος.
Η τελευταία πρωτοβουλία που πήρε ήταν να καλέσει τους καταληψίες να ζητήσουν συγγνώμη και το θέμα να λήξει. «Όπως αντιλαμβάνεστε τούς κάλυπτε η αστυνομία, η οποία τρομοκρατούσε τον κόσμο να μην κάνει μήνυση». Ο χρόνος κυλά, το γεγονός σχεδόν ξεχνιέται, ώσπου πέρσι τον Οκτώβριο, την παραμονή της επετείου θανάτου του Μελά («Γιατί έρχονται και κάνουν κάθε χρόνο τελετές, μνημόσυνα με παπάδες και παρελάσεις πατριωτικές οργανώσεις και Χρυσαυγίτες») η κ. Ιωαννίδου βλέπει πρωί πρωί τρεις ανθρώπους με φόρμες να καθαρίζουν το πεζοδρόμιο. Ήταν εξοπλισμένοι όχι απλώς με σκούπες αλλά με φτυάρια και τσουγκράνες.«Βγαίνω και με πολύ ειρωνικό ύφος τους λέω: “μπα, πώς ήταν αυτό κι έστειλε ο Δήμαρχος να καθαρίσει;”. Σταματά ο ένας και μου απαντά σοβαρά: “Ποιος Δήμαρχος! Ποιος σας είπε ότι είμαστε του Δήμου; Δεν μας θυμάστε; Εμείς κάναμε την κατάληψη”.
«Δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση εθνικιστής με τη σημερινή έννοια του όρου, όπου η λέξη έχει παραφθαρεί», υπογραμμίζει η κ. Ιωαννίδου, την οποία ωστόσο δεν την ενοχλεί μόνο η εκμετάλλευσή του προγόνου της από τη Χ.Α. αλλά και η απομυθοποιητική στάση της Αριστεράς: «Εδώ οι «ΙΟΙ»της Ελευθεροτυπίας έγραψαν ότι ποτέ δεν σκοτώθηκε!». Η ίδια αισθάνεται χρονικά «την ασφαλή απόσταση» να μην παίρνει τίποτα προσωπικά. «Θέλω παρόλα αυτά να ενημερώνομαι για οτιδήποτε λέγεται. Δεν εξαγριώνομαι τη στιγμή που γίνεται κάτι. Αλλά θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη. Δεν θα αφήσω ποτέ να χρησιμοποιήσει η Χρυσή Αυγή ή οποιοδήποτε ακροδεξιό κόμμα το όνομα του Μελά. Ούτε όμως θα συμφωνήσω με την άλλη άποψη της απόλυτης απομυθοποίησης».
Η ασπίδα προστασίας της είναι «η αλήθεια»:«Δεν έχω εκμεταλλευτεί ποτέ τίποτα, ούτε από το όνομα ούτε από τα κειμήλια και νιώθω αδιάβροχη. Αλλά –συνεχίζει η κ. Ιωαννίδου- φταίνε όλες οι παρατάξεις και τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου που δεν τολμούν να πιάσουν το θέμα, γιατί καίει! Είναι απαγορευμένο. Κι επικρατούν η μικροπολιτική και η αποδόμηση». Κάτι που διαπιστώνει να συμβαίνει και για τον έτερο πρόγονό της, τον Ίωνα Δραγούμη: «Εδώ ο Καρατζαφέρης έχει φτιάξει το σύλλογο Ίωνα Δραγούμη, που είναι ό,τι πιο ακροδεξιό υπάρχει. Κάποτε μου έστειλαν πρόσκληση. Φυσικά δεν πήγα γιατί, όπως σας λέω, είμαι υποψιασμένη».
Αν και κατορθώνει να διατηρεί τη νηφαλιότητά της, υπάρχουν, παραδέχεται, «ρωγμές» συναισθηματικής εμπλοκής: «Όταν διαβάζω τα γράμματά του προς τη μητέρα μου, όπως το τελευταίο, 6 μήνες προτού σκοτωθεί -έγραψε ένα αντίστοιχο και στο γιο του- είναι να κλαις. Της λέει της κόρης του «εγώ ο γέρων». Και ήταν 34 ετών. Βουτιέμαι, φυσικά στα χαρτιά και στα γράμματα». Κι επειδή ακριβώς τα διαβάζει ξανά και ξανά μαζί με όλα τα εναπομείναντα τεκμήρια, επιβεβαιώνει την ιδεολογικο-πολιτική παρανόηση σε βάρος τού Μελά. «Δεν είμαι ιστορικός. Εγώ είμαι μουσικός. Αλλά λυπάμαι».
Ποιες αναμνήσεις μοιράζονταν μαζί της η μητέρα της και η γιαγιά της Ναταλία; «Όταν κι οι δυο πολύ συγκρατημένες. Η γιαγιά μου ποτέ δεν μου μίλησε για το θάνατό του κι όλοι απορούν για αυτό. Διότι δεν ήθελε να συγκινηθεί και να το ρίξει στο μελό». Η συζήτηση, καθώς με κερνάει παγωτίνια κι έξω έχουν ανοίξει στα καλά καθούμενα οι ουρανοί, επιστρέφει στο ζευγάρι Μελά: «Παντρευτήκαν από έρωτα μεγάλο. Εκείνος ήταν και πολύ ωραίος. Ζήσαν ελάχιστα χρόνια μαζί. Η γιαγιά μου έμεινε εξήντα χρόνια χήρα. Εντύπωσή μου είναι ότι δεν καταδεχόταν μετά να ρίξει τα μάτια της σε άλλον». Οι μοναδικές στιγμές που μοιραζόταν με τα εγγόνια της ήταν «οι ευχάριστες και διασκεδαστικές της οικογένειας, η οποία είχε πολύ χιούμορ. Ο παππούς μου ήταν, φαίνεται, ενθουσιώδης, παρορμητικός κι ευέξαπτος, κι εκείνη τον συγκρατούσε. Ήταν πιο ώριμη κι αυτός πάντα ζητούσε τη συμβουλή της».
Όταν σκοτώθηκε βρέθηκαν πάνω του σημειωματάρια. «Η γιαγιά μου ποτέ δεν θέλησε να μου τα δείξει. Τα κατέθεσε στο Μουσείο Μπενάκη». Όταν τα διάβασε η εγγονή έπεσε από τα σύννεφα. «Νόμιζα ότι θα είχαν σχέση με τον Αγώνα, αλλά ήταν σαν ένα ημερολόγιο για τις ημέρες προτού φύγει, όπου φαίνεται ο σπαραξικάρδιος χαιρετισμός του με τα παιδιά του. Περιέγραφε πως έσφιξε πάνω του την κόρη του, ένιωσε το κορμάκι της και την πήγε ο ίδιος για ύπνο. Αποκαλύπτεται πως ήταν φοβερά συναισθηματικός».
Η κ. Ιωαννίδου δεν διανοήθηκε ποτέ να απευθυνθεί σε κάποιο πολιτικό για να αποκατασταθεί το ερείπιο; «Δεν ζήτησα ποτέ καμία χάρη», ξεκαθαρίζει. Ούτε καν από τον Υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο που ήταν μαθητής της στο Κολέγιο. Ο Σαμαράς ως πρωθυπουργός έδωσε πάντως εντολή να ξεκινήσει η διαδικασία για τον χαρακτηρισμό της οικίας ως διατηρητέας. «Την αποκατάσταση τη θεωρούσαμε πάντα δική μας υποχρέωση ασχέτως αν δεν μπορώ να ανταποκριθώ οικονομικά σε αυτή».
Τη ρώτησε η γ.γ του υπουργείου Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη αν έχει αντίρρηση να χαρακτηριστεί διατηρητέα η οικία το 2009, κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν είχα καμία αντίρρηση, αλλά ούτε το επεδίωξα». Το 2010 εκπονήθηκε η μελέτη αποκατάστασης που μένει ακόμα στα συρτάρια. Το «λεπτό» σημείο σε όλες τις «επιθέσεις» που δέχεται από διαφόρων ειδών καιροσκόπους είναι ότι η κ. Ιωαννίδου ανέκαθεν ήθελε η οικία Μελά να αποτελεί ιδιοκτησία της. «Να την παραχωρήσω κάπου, αλλά να υπάρχουν εγγυήσεις για τη χρήση της», τονίζει. Μουσείο, παραδόξως, δεν θα ήθελε να γίνει:« Το κτίσμα δεν είναι κατάλληλο και τα εκθέματα είναι ανύπαρκτα».
Η οικία επιτάχθηκε από Γερμανούς και αργότερα από Άγγλους. «Ο καθένας έπαιρνε μαζί του ό,τι ήθελε και έφευγε. Διασώθηκαν ορισμένα έπιπλα που θα δείτε και εδώ. Από το 2010 εισβάλλανε συνεχώς και κλέψανε τα πάντα. Μέχρι και τα καλοριφέρ ξεκόλλησαν κι απέσπασαν ένα φωτιστικό που είχε απομείνει απέξω μαζί με το ρόπτρο. Το «μάδησαν» το σπίτι. Τη νύχτα ερχόντουσαν και ξηλώνανε τα πλακάκια. Από τη σκάλα πήρανε τα μάρμαρα».
Τα κυριότερα πάντως διασωθέντα κειμήλια του Μελά έχουν παραχωρηθεί στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, όπου φιλοξενείται αίθουσα Παύλου Μελά, στη Σχολή Ευελπίδων και στην Εθνολογική Εταιρεία (Παλαιά Βουλή). Τα γράμματά του τα διαφυλάσσει το Μουσείο Μπενάκη. Όσα αντικείμενα, έγγραφα και φωτογραφίες παραμένουν στα χέρια της «δεν έχω αποφασίσει πού θα τα παραχωρήσω. Αυτό που πρέπει είναι να βρούμε τους πόρους για να επισκευαστεί και να σωθεί το κτήριο. Δευτερευόντως να μη φύγει από την κυριότητά μου προτού αποφασίσω πώς θα το εξασφαλίσω. Σκέφτομαι πολλά». Οι συζητήσεις πάντως με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος έπεσαν δυστυχώς στο κενό. «Το ιδανικό -θεωρεί η κ. Ιωαννίδου- θα ήταν να εγγυηθεί ένας σοβαρός μορφωτικός φορέας όπως το Μουσείο Μπενάκη ότι θα έχει τα μέσα να το συντηρεί κάνοντας μια καλή πολιτιστική χρήση».
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο γνωστός κολεγιάρχης, ο κ. Κανελλόπουλος. «Είχε βάλει στο μάτι την οικία Μελά για να την κάνει κολέγιο. Η μητέρα μου είχε αρρωστήσει. Το θέμα είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις και στον Τύπο… Κατάφερε ο κύριος αυτός να βγει και δικαστική απόφαση σε βάρος μας, βάσει της οποίας έπρεπε να του παραδώσουμε τη διαχείριση». Η κυρία Ιωαννίδου κίνησε τότε γη και ουρανό και τελικά η οικία σώθηκε.
Τα βάσανά της, παρόλα αυτά, δεν λένε να τελειώσουν. Προέκυψε νέος εχθρός στον ορίζοντα. Λέγεται ΕΝΦΙΑ. «Πρόκειται για την απόλυτη αδικία και κορυφή του παγόβουνου», υποστηρίζει η κ. Ιωαννίδου. «Διότι το ακίνητο είναι πολιτιστική κληρονομιά. Θα τιμωρηθώ επειδή τη διέσωσα;». Καλείται να καταβάλει ένα εξωφρενικό ποσό. Στο οικόπεδο μπορούσαν να έχουν ανεγερθεί μεζονέτες ή πολυκατοικία. «Εφόσον δεν επιτρέπεται, το κτήμα έχει μηδενική αξία. Παρόλα αυτά φορολογείται ο αέρας ο κοπανιστός. Το πληρώνω σαν οικόπεδο ενώ είναι πολιτιστική κληρονομιά».
Η γυναίκα δηλώνει «οργισμένη με όλους. Τα έχω και με το λαικϊσμό και με τους δημοσιογράφους» και θεωρεί μοναδική διέξοδο «τις προσφυγές στη δικαιοσύνη. Πρέπει -τονίζει- να επικρατήσει η λογική και η δικαιοσύνη: «Αν το κράτος χαρακτήρισε κάποια οικήματα διατηρητέα μνημεία, μια πρωτοβουλία για το συμφέρον του συνόλου, πρέπει να κοιτάξει πώς θα ικανοποιήσει αυτό το συμφέρον. Με την ερειπιώδη εικόνα των διατηρητέων του, γίνεται ρεζίλι».