Τότε και τώρα: Το σπίτι της Κυρίας Κοκοβίκου και η ιστορία του
Η πρώτη εικόνα από το ξεχωριστό σπίτι στην Πλάκα, από τα λίγα απομεινάρια της οθωμανικής περιόδου, είναι μια μεταλλική πρόχειρη περίφραξη, που ευτυχώς έγινε πιο όμορφη χάρη στα καλαίσθητα γκράφιτι. Παραμένει όμως ένα από τα λίγα παραμελημένα ακίνητα που διασώζονται στην οδό Τριπόδων, κάποια από τα οποία έχουν ανακαινιστεί και αποτελούν ολοκληρωμένο δείγμα της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Οι «Τρίποδες», σύμφωνα με την αναφορά του Παυσανία, ήταν ο διαπρεπέστερος δρόμος της αρχαίας Αθήνας και ο αγαπημένος περίπατος των κατοίκων της.
Ξεκινούσε από το θέατρο Διονύσου, στη βόρεια πλευρά του Ιερού Βράχου, και διέγραφε καμπυλωτή τροχιά μήκους 800 μέτρων για να καταλήξει στην Αρχαία Αγορά, όπου υπήρχε το ιερό του Διονύσου.
Το πλάτος του έφτανε τα 8 μέτρα για να εξασφαλιστεί χώρος για την εγκατάσταση των τριπόδων πάνω στους οποίους τοποθετούσαν τα βραβεία των χορηγών που παρουσίαζαν την αρτιότερη παράσταση κατά τους θεατρικούς αγώνες. Ηταν κατά κάποιο τρόπο η αρχαία έκδοση της «λεωφόρου της δόξας» που υπάρχει στο Χόλιγουντ…
Σε μεγάλο βαθμό, η σύγχρονη οδός Τριπόδων ακολουθεί τα χνάρια της αρχαίας και η πιστοποίηση ολοκληρώθηκε το 2003, κατά τις εργασίες επισκευών παραδοσιακών κατοικιών που βρίσκονται στη βόρεια πλευρά της.
Στις ανασκαφές που έγιναν σε 12 ακίνητα ήρθαν στο φως 160 γλυπτά, 90 νομίσματα και 1.500 ομάδες οστράκων. Στην ορολογία των αρχαιολόγων, όστρακο σημαίνει κάθε κυρτό αντικείμενο, κυρίως όμως τεμάχια ή θραύσματα πήλινων αγγείων.
Δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής
Το αρχοντικό στον αριθμό 32 της οδού Τριπόδων έχει το προνόμιο να έχει φόντο ένα μέρος των τειχών της Ακρόπολης. Επιπλέον, όμως, συγκαταλέγεται στα ελάχιστα δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής που κυριαρχούσε στα αρχοντικά της Αθήνας στα τελευταία χρόνια της τουρκικής κατοχής και τα πρώτα χρόνια μετά την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, πριν από την επέλαση των νεοκλασικών.
Δεν επιλέχθηκε τυχαία από τον κορυφαίο Ελληνα αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη (1913-1993), ο οποίος αφιερώνει στο συγκεκριμένο κτίριο τέσσερις σελίδες στο βιβλίο του «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια».
Τα χαρακτηρίζει «δοχεία ζωής» και εξηγεί πως είχαν διαμορφωθεί από τους ανώνυμους χτίστες τους με σημείο αναφοράς την αυλή, γύρω από την οποία διαμορφώνονταν οι υπόλοιποι χώροι, και είχαν κατασκευαστεί με σκοπό να προσφέρουν άνεση, χαρά και υγεία στους ενοίκους.
Κατασκευάστηκε περί το 1800, σε οικόπεδο με μικρή πρόσοψη και μεγάλο βάθος, που έχει εμβαδόν περίπου 410 τετραγωνικά. Διαθέτει υπόγειο και δύο ορόφους, με συνολική επιφάνεια 266 τετραγωνικά.
Τα αρχοντόσπιτα, όπως αυτό της οδού Τριπόδων, είχαν ανώγι και κατώγι. Στο τελευταίο υπήρχε η τραπεζαρία, το δωμάτιο των κοριτσιών, ο ανυφαντόλακκος και η κάμαρα της ψυχοκόρης.
Στο ίδιο επίπεδο, αλλά σε χωριστό κτίριο, ήταν το μαγειρείο, ο φούρνος, το κελάρι και η πόρεψη (ένα είδος αφοδευτηρίου).
Στο ανώγι, που επικοινωνούσε με εξωτερική σκάλα, κυριαρχούσε το ξύλινο χαγιάτι, με σαφή επιρροή από την τουρκική αρχιτεκτονική παράδοση.
Επικοινωνούσε με τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού: το υπνοδωμάτιο των γονέων, το γεροντιστικό για τους προγόνους της οικογένειας, το δωμάτιο των αγοριών και τον ξενώνα.
Οι κλειστοί χώροι κατασκευάζονταν από σταθερά υλικά, όπως η πέτρα και το τούβλο, ενώ στο χαγιάτι, που είναι πιο ανάλαφρο στοιχείο της οικοδομής και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο εσωτερικό του σπιτιού και τον περιβάλλοντα χώρο, χρησιμοποιείται ξύλο, τζάμι και τσατμάς.
Ο τελευταίος, που αναφέρεται και ως μπαγδαντί σε ορισμένες περιοχές, είναι ένα είδος τοιχοποιίας, στην οποία πρώτα κατασκευάζεται ένας ξύλινος σκελετός και στη συνέχεια τα κενά γεμίζονται με κλαδιά και καλάμια, που καλύπτονται με σοβά.
Ο Τούρκος ένοικος
Ως πρώτος ένοικος του αρχοντικού αναφέρεται ο τελευταίος Τούρκος δικαστής (καδής), γι’ αυτό καταγράφεται ως «σπίτι του Καδή».
Κατοικήθηκε από τον γεννημένο στην Αθήνα Χατζή Χαλίλ Εφέντη, για τον οποίο έχει γραφτεί ότι υπήρξε από τα πρώτα θύματα της Επανάστασης του 1821, αφού εκτελέστηκε από τις τουρκικές αρχές όταν αρνήθηκε να εφαρμόσει την εντολή του σουλτάνου και να υπογράψει φετφά (απόφαση) για την εκτέλεση 3.000 Αθηναίων.
Αλλοι μελετητές της ιστορίας της Αθήνας αναφέρουν ότι ήταν έδρα της τουρκικής στρατιωτικής διοίκηση.
Μετά την απελευθέρωση ακολούθησαν πολλοί ιδιοκτήτες και στέγασε ιδιωτικό σχολείο, όπως σημειώνει η Αρτεμις Σκουμπουρδή στο βιβλίο της «Μοναστηράκι – Πλάκα, οι γειτονιές των θεών».
Το 1979, πάντως, με βάση στοιχεία του υπουργείου Πολιτισμού, απαλλοτριώθηκε από το Δημόσιο και κάποια μικρή περίοδο είχε παραχωρηθεί η χρήση του στην Ενωση Συντακτών (ΕΣΗΕΑ). Οι εργασίες αναστήλωσης ξεκίνησαν μόλις το 2000 και κατά τις εκσκαφές στην αυλή και στο ισόγειο του κτιρίου ήρθαν στο φως τμήματα του αναλημματικού τείχους της Αθήνας, πιθανότατα της ελληνιστικής περιόδου, καθώς και του Πεισιστράτειου αγωγού που κάλυπτε ανάγκες της αποχέτευσης κατά τους κλασικούς χρόνους.
Μικρότερης αρχαιολογικής αξίας θεωρούνται τα υπολείμματα αγωγών και φρεάτιο της βυζαντινής εποχής.
1. «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα…»
Το αντιπροσωπευτικό σπίτι της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής επιλέχθηκε το 1965 από τον ταλαντούχο Γιώργο Τζαβέλλα (1916-1976), τον αυτοδίδακτο σκηνοθέτη και σεναριογράφο, για τις ανάγκες της ταινίας του «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», που ταξίδεψε στο εξωτερικό και βραβεύτηκε στο φεστιβάλ στο Σικάγο, παραμένοντας ώς σήμερα ιδιαίτερα αγαπητή στους θεατές όλων των ηλικιών. Ηταν η «οικία Κοκοβίκου», της «Ελενίτσας» και του «Αντωνάκη», που κατεδαφίστηκε, σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας, στην οποία πήραν μέρος σπουδαίοι ηθοποιοί, με πρωταγωνιστές τη Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου, ο οποίος πραγματοποίησε την καλύτερη κινηματογραφική παρουσία του.
2. Διατηρητέο
Το 1995 το αρχοντικό κηρύχθηκε διατηρητέο και κάθε επέμβαση σε αυτό πρέπει να έχει την έγκριση των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού. Η αρχιτεκτονική αξία και οι αρχαιότητες δεν φαίνεται να αποτέλεσαν εμπόδιο στην κυβέρνηση του 2013, που το μεταβίβασε στο ΤΑΙΠΕΔ για να πουληθεί. Ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε έναν χρόνο αργότερα, μαζί με άλλα 12 δημόσια ιστορικά ακίνητα στην Πλάκα, αλλά ευτυχώς δεν υποβλήθηκε προσφορά, γιατί οι ιδιώτες επενδυτές υπολόγισαν ότι θα συναντήσουν τις αντιδράσεις των αρχαιολόγων στην έγκριση των σχεδίων ανακαίνισης…
3. Αλλοιώσεις
Το «σπίτι του Καδή» από το 2016 έχει μεταφερθεί στην Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ). Στο παρελθόν έχει υποστεί κάποιες αλλοιώσεις, με την προσθήκη τσιμεντένιων στοιχείων στη σκάλα, ενώ δίπλα του έχει πλέον «κολλήσει» νεότερη προσθήκη που έγινε στο διπλανό κτίριο, στο οποίο επίσης είχαν βρεθεί αρχαιότητες.
Πηγή: Η εφημερίδα των συντακτών – via