Φωτεινή Τσαλίκογλου: ”Στη σχέση μητέρας και κόρης παίζεται ένα παιχνίδι της ζωής με το θάνατο”
Μια συζήτηση με την ψυχολόγο και συγγραφέα Φωτεινή Τσαλίκογλου για την περίπλοκη σχέση μητέρας – κόρης και τα όρια της μητρικής αγάπης
«Υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα, Οράτιε, μεταξύ γης και ουρανού
απ’ αυτά που η φαντασία σου μπορεί να συλλάβει».
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Την Φωτεινή Τσαλίκογλου τη συνάντησα και με τις δυο ιδιότητές της. Της ψυχολόγου και της συγγραφέως. Στα βιβλία της πρωταγωνιστεί η σχέση μάνας – κόρης. Πήγα με πολλές απορίες για το πως προκύπτει η δραματικότητα των ηρωίδων αυτών στα βιβλία της, οι οποίες κινούνται σε οριακές καταστάσεις σχέσεων. Και της ζήτησα να μας φωτίσει αυτό το πεδίο που μέσα στο ίδιο του το φως εμπεριέχει τόσο μεγάλο σκότος.
Η συζήτηση με την Φωτεινή Τσαλίκογλου
Είναι η μητέρα ένα τραύμα όταν μεγαλώνουμε;
Μέσα στη λέξη μητέρα ακούγεται η λέξη τέρας αλλά και το μη, το αποτρεπτικό του τέρατος, η ασφάλεια από την απειλή, όπως και στο mother ακούγεται το other, το άλλο, ένα άλλο όμως που είναι σε συνεχή γειτνίαση με το όμοιο. Η υπερφυσική δύναμη, η προστασία αλλά και η απειλή της καταστροφής μέσα από τη συγχώνευση. Ένα σημαίνον οικουμενικότητας που περιέχει τα πάντα. Τα αγαθά και τα καταστροφικά. Τα απειλητικά και τα προστατευτικά. Την έννοια της αρχαϊκής μητέρας συναντάμε στη μυθολογία, στις θρησκείες των λαών. Η παντοδύναμη μητέρα τροφός όλων των πλασμάτων. Καταστροφική και ιερή μητέρα. Η Γαία που ήταν σε θέση να καταστρέφει σύζυγο, παιδιά και κρατούσε στα χέρια της την τύχη της οικουμένης.
Συμβαίνει να γίνεσαι η μητέρα της μητέρας σου. Ο γονιός του γονιού σου. Eυθραυστοι ψυχικά γονείς που είτε είναι, είτε προβάλλουν ως αβοήθητοι στα μάτια του παιδιού, ωθούν το παιδί να μεταμορφωθεί σε ένα παιδί – ενήλικα ή και υπερήλικα που δεν ζητά αλλά προσφέρει προστασία.
Σε όλα σας τα βιβλία έχετε ασχοληθεί με αυτή τη σχέση. Μου εξηγείτε γιατί;
Δε γίνεται συνειδητά. Στο πρώτο μου μυθιστόρημα, περιγράφω ένα μικρό κοριτσάκι έντεκα χρονών, το οποίο δεν έχει όνομα. Είναι η «Κόρη της Ανθής Αλκαίου». Δεν έχει όνομα γιατί της το έχει κλέψει η μητέρα της. Πως; Μέσα από την κατάθλιψή της. Είναι μια σιωπηλή, ασάλευτη σαν άγαλμα παγωμένη μητέρα. Κι η κόρη της, προσπαθεί στην Αθήνα του 60 να την γιατρέψει με κάθε τρόπο. Με μάγια, με χειρομαντεία, με γιατρούς, με φάρμακα, με μαντζούνια, με μουσική, με παραμύθια..
Tο παιδί που μεγαλώνει με μια καταθλιπτική μητέρα επωμίζεται ένα καθήκον που δεν μπορεί ποτέ να εκπληρωθεί… να θεραπεύσει την μητρική οδύνη. Με ενδιαφέρει να αποδώσω λογοτεχνικά αυτό τον απελπισμένο αγώνα. Ίσως γιατί βρίσκω αναλογίες με τον ίδιο τον αγώνα της γραφής. Αγάπης, όπως και γραφής, αγώνας άγονος. Να αποδόσεις μέσα από τις φτωχές λέξεις περιπλοκές και δύσκολες να μπουν μέσα στο λόγο καταστάσεις του νου και της φαντασίας.
Μου λέτε ότι μια κόρη μπορεί να γίνεται η μητέρα της μητέρας της.
Αυτό συμβαίνει. Να γίνεσαι η μητέρα της μητέρας σου. Ο γονιός του γονιού σου. Eυθραυστοι ψυχικά γονείς που είτε είναι, είτε προβάλλουν ως αβοήθητοι στα μάτια του παιδιού, ωθούν το παιδί να μεταμορφωθεί σε ένα παιδί – ενήλικα ή και υπερήλικα που δεν ζητά αλλά προσφέρει προστασία. Το παιδί γίνεται κεραμίδι στο άσκεπο κεφάλι του γονιού. Ρούχο στο γυμνό του σώμα. Δεν είναι λίγα τα παιδιά που παρακινούνται να λειτουργήσουν ως γονείς τον γονιών τους. Είναι οδυνηρό, είναι επίπονο. Είναι σαν να σου έχουν βίαια υφαρπάξει την παιδική σου ηλικία.
Στην πραγματικότητα μπορούμε να επηρεάσουμε την μητέρα μας;
Όλα παίζονται και υπόκεινται στου κανόνες ενός παιχνιδιού με αβέβαιη έκβαση και όχι πάντα γνωστούς και κοινά αποδεκτούς κανόνες. Η σχέση με τη μητέρα μας δεν συνίσταται μόνο από το εδώ και τώρα, από το τρέχον, από το παρόν, το πιο καθοριστικό της κομμάτι έχει να κάνει με ο,τι παραμένει ψυχικά ενεργό από το παρελθόν.
Στο μυθιστόρημα μου το «Χάρισμα της Βέρθας» υπάρχει μια μάνα που έχει χάσει από αιφνίδιο θάνατο τον γιό της. Εδώ, η κόρη της, η Βέρθα, προσπαθεί να τα βάλει με δυο φαντάσματα. Του νεκρού αδερφού και της βυθισμένης μέσα στην κατάθλιψη μητέρας. Είναι σαν να παλεύεις με δαίμονες. Παλεύοντας όμως, μετράς τις τρομακτικές δυνάμεις που κρύβονται μέσα σου και αναμετριέσαι με το μέχρι πού μπορείς να φτάσεις Είναι σαν θες να ζεστάνεις το παγωμένο ενός μαρμάρινου αγάλματος, να κάνεις ένα ασάλευτο άγαλμα να δακρύσει, σαν να θες δηλαδή να μεταμορφώσεις έναν αδιάφορο κόσμο, μια αμέτοχη φύση, σε ένα τρυφερό σύμπαν. Ένα τέτοιο ανέφικτο στοίχημα όμως σε παρακινεί να μένεις ζωντανός και να επιμένεις στην ψευδαίσθηση ότι μέσα από το έργο σου θα το καταφέρεις. Χωρίς αυτή την ψευδαίσθηση όμως θρυμματίζεται και η δυνατότητα κάθε δημιουργίας.
Ποιά είναι πιο περίπλοκη σχέση, αυτή μιας μητέρας με ένα γιό ή με μια κόρη;
Νομίζω ότι και οι δύο κουβάλανε τις δικές τους περιπλοκότητες. “Ο γιός μου μένει γιος μου, μέχρις ότου είναι με τη γυναίκα του, η κόρη μου μένει κόρη μου για πάντα λέει η μητέρα στους Γιους και εραστές του Ντ. Χ. Λώρενς. Δεν είμαι όμως τελικά βέβαιη αν μπορούμε “με ελαφριά καρδιά’’ να ξεχωρίσουμε αυτές τις σχέσεις. Πρόκειται για σχέσεις καθοριστικές του είναι μας που συνεχίζουν ακόμα και όταν η μητέρα δεν ζει πια, και βεβαία συνεχίζονται και στις τραγικές εκείνες περιπτώσεις όπου το παιδί είναι εκείνο που φεύγει πρώτο από τη ζωή. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με δια βίου σχέσεις. Μας ακολουθούν έως το τέλος. Αυτό φανερώνει και το μέγεθος της σημασίας αλλά και της πολυπλοκότητας τους. Άλλωστε η αξία της “σημασίας” ποτέ δεν μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τα “δεσμά” της πολυπλοκότητας.
Ποιό πιστεύετε ότι είναι το πιο αιχμηρό κομμάτι μιας σχέσης ενός παιδιού με μια μητέρα; Σε ποιό βιβλίο σας υπάρχει περισσότερο;
Νομίζω το πιο αιχμηρό κομμάτι είναι όταν το holding, το κράτημα, η αγκαλιά, δεν υπάρχει σαν κάτι το αυτονόητο. Όταν η μητρική αγάπη σου δίνεται υπό προϋποθέσεις, ή δεν σου δίνεται καθόλου παρά μόνο σαν καθήκον, σαν διεκπεραίωση ενός ρόλου. Και τότε εσύ, το ‘’εκτός αγάπης’’ πλάσμα, αναζητάς, διεκδικείς, ζητιανεύεις, ψήγματα εγγύτητας, ή, πράγμα εξίσου οδυνηρό, καταθέτεις τα όπλα, και παραιτείσαι από το αίτημα της αγάπης. Άρα εκτός αιτήματος αγάπης, κάπως, είναι σαν να πεθαίνεις. Ζητιάνος αγάπης, ή αδιάφορος ως προς την αγάπη. Ανάπηρες εκδοχές ζωής.
Όσο για τα μυθιστορήματα μου η αλήθεια είναι ότι κατακλύζονται από καταστάσεις που θα μπορούσε κάνεις να τις αποκαλέσει ακραίες, άρρωστες, τρελές, αλλά για μένα είναι ένα μονοπάτι για να αποτυπώσω πράγματα που η λεγόμενη υγεία αγνοεί ή και περιφρονεί. Σαν συγγραφέας λοιπόν, κι εγώ με τη σειρά μου, πιάνω τον εαυτό μου να μην εστιάζομαι, να μην με ενδιαφέρει να ασχοληθώ με μια τέτοια υγεία, και να την αποκλείω, περίπου ως persona non grata από τις ιστορίες που αφηγούμαι στα βιβλία μου.
Όσο συγκρουσιακή είναι αυτή η σχέση, η έλλειψή της είναι εξίσου τραυματική;
Η απουσία, μπορεί να υπάρχει και με την παρουσία της μάνας και αυτό μπορεί να είναι ακόμα πιο οδυνηρό. Μια απούσα ως παρούσα μητέρα. Αφήνει ένα πράγμα ανοιχτό, ένα έλλειμμα και για όλη σου τη ζωή. Mια ζωή ενδέχεται να παλεύεις για να γεμίσεις κάτι που δε γεμίζει με τίποτα. Θα το επαναλάβω όμως, αυτό που δεν γεμίζει με τίποτα σε παρακινεί να ζεις και να δημιουργείς.
Ο Μπαρτ υποστηρίζει ότι: «ο συγγραφέας είναι αυτός που παίζει με το σώμα της μάνας του». Παίζει δηλαδή με Αυτό που δε θα έχει ποτέ σαν δικό του. Αυτό που δεν θα έχεις ποτέ σαν δικό σου πιστεύω ότι σε σπρώχνει να υπάρχεις, να είσαι ζωντανός, να δημιουργείς, να ονειρεύεσαι. Και να γράφεις βιβλία. Ίσως μια προβληματική μητέρα, μια απούσα, εγκαταλείπουσα, αδιάφορη, τραυματισμένη μητέρα, συνοψίζει εξαίσια την έλλειψη, και άρα το κίνητρο της γραφής. Να ίσως ένας λόγος που είναι παρούσα μια τέτοια απούσα μάννα με τον άλφα ή βήτα τρόπο σε όλα μου τα βιβλία.
Είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι αν δε σε αποδεχτεί η μητέρα σου τρέχεις για μια ζωή προκειμένου να φτάσεις κάπου;
Στην αρχή της ζωής μας, και όχι μόνον, η μητέρα είναι ένας καθρέφτης. Καθρεφτίζεσαι στο βλέμμα της. Το να μπορείς όμως να καθρεφτιστείς στα μάτια ενός σημαντικά άλλου και να πεις «καλό είναι αυτό που βλέπω» δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας θεμελιακής αίσθησης εμπιστοσύνης στον εαυτό σου. Είναι το πιο σημαντικό εφόδιο για ότι θα επακολουθήσει αργότερα στη ζωή σου. Σκέψου το αντίθετο. Να καθρεφτίζεσαι στα μάτια αυτού του σημαντικά άλλου, του πρώτου αντικειμένου αγάπης στη ζωή σου, κι αυτό που βλέπεις να σε κάνει να λες: «τι κακό είναι αυτό που βλέπω, τι μηδαμινό κι ανάξιο αγάπης». Πόσο τραυματισμένα δεν ξεκινά έτσι το ταξίδι της ζωής. Σε μια ταραγμένη θάλασσα που σε περιμένει, εκεί έξω, ξεκινάς με εφόδιο ένα τρύπιο σωσίβιο. Στο πρώτο ναυάγιο σκέψου τι προσπάθειες θα πρέπει να κάνεις για να μην αφανιστείς στο βυθό……
Υπάρχει ηρωΐδα στα βιβλία σας να μισεί τη μητέρα της;
Στο τελευταίο μου βιβλίο “8 ώρες και 35 λεπτά” η νεαρή Αμαλία Αργυρίου αυτοκτονεί. Χωρίς να είναι σαφές, έχεις την αίσθηση ότι ο θάνατος της συνδέεται με τη μητέρα της και τα ανεπούλωτα τραύματα της οικογενείας της. Έχει κάθε λόγο η Αμαλία να μισεί τη μητέρα της. Όμως το μίσος στη μητέρα εύκολα μεταποιείται σε ένα μίσος στον εαυτό που σε εμποδίζει να ζήσεις…. Η οικογένεια Αργυρίου και η αδυναμία της να λειτουργήσει αλλιώς, εκτός παθολογίας, έτσι καθώς αρνείται να επεξεργαστεί τις πληγές και τα μυστικά της, είναι μια αλληγορία της Ελλάδας, αφηγείται την ιστορία της χώρας μας μέσα από τα κομβικά τραύματα που έχουν σημαδέψει την ιστορία της στη διάρκεια του προτελευταίου και τελευταίου αιώνα.
Ετσι κι αλλιώς το μίσος στον συνάνθρωπό μας, σε κάθε ορατή και μη ορατή μορφή αποτελεί εν τέλει ένα εμπόδιο ζωής. Γι’ αυτό και βλέπουμε γύρω μας σήμερα να πολλαπλασιάζονται με εκπληκτική ταχύτητα τόσες εμποδισμένες ζωής.
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μια μάνα και μια κόρη;
Μπορεί να υπάρχει και από τα δυο μέρη. Το βλέπουμε να εμφανίζεται κυρίως στην εφηβεία. Η μάνα από τη μεριά της μεγαλώνει και φεύγει λίγο-λίγο από το ερωτικό παιχνίδι με τη ζωή, την εποχή ακριβώς που η κόρη μπαίνει σε αυτό. Ο ανομολόγητος φόβος της μητέρας “Μην αφανίσεις τη νεότητα μου. Μην μου κλέβεις το νεαρό κορίτσι που ήμουν. Μην μου θυμίζεις με την παρουσία σου αυτό που δεν είμαι πια.” Και το σταθερό αίτημα της κόρης “άσε με να ζήσω” “μην με καταβροχθίζεις με την παρουσία σου”.
Πίσω από τον ανταγωνισμό όμως παραμένουν ενεργά τα άλλα λόγια που ίσως ποτέ κι αυτά δεν τολμούν να ειπωθούν “πες μου σε αγαπώ, για να με αγαπώ” “αγκάλιασε με για να με αγκαλιάσω”.
Μου επιτρέπετε να ρωτήσω πώς ήταν η δική σας μητέρα;
Η μαμά μου ήταν αυτό που λέμε μια δοτική, στοργική, με αποκλειστική μέριμνα για μένα, τον αδερφό μου και την κόρη μου, μαμά. Ήταν μια μητέρα-μητέρα. Εφυγε όταν τελείωνα το βιβλίο μου το ‘’Χάρισμα της Βέρθας’’ Εκείνη είχα κατά νου όταν πρόσθετα στην αρχή του βιβλίου μου έναν ψαλμό του Δαυίδ ‘’Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ ματ εμού ει’’ (Κι αν ταξιδεύω μέσα σε σκιές θανάτου, τίποτα δε φοβάμαι, όσο Εσύ είσαι μαζί μου) Τώρα το γιατί στα βιβλία μου η εικόνα της μητέρας είναι πάντα σκοτεινή και νοσηρή; Tι να πω; Πάντως η αλήθεια είναι ότι είχα πάντα τη βεβαιότητα ότι μέσα στην ακραία οδύνη, την ψυχική διαταραχή, το έλλειμμα, κρύβονται αλήθειες για τον ψυχισμό μας, που μια «τακτοποιημένη μητρική παρουσία» δε μας αφήνει να τα δούμε. Μπορεί η μητρική φιγούρα μιας ‘’αμιγώς καλής’’ μητέρας να ήταν ένα ανάχωμα που έπρεπε να παρακάμψω για να μπορέσω να γράψω. Ποιος ξέρει; Δεν τα γνωρίζουν, ευτυχώς!, όλα οι συγγραφείς για το έργο τους, ακόμα κι αν είναι ψυχολόγοι….Το έργο γνωρίζει περισσότερα από τους ίδιους….
Έχει σχέση και με την επιστήμη σας αυτό;
Mέσα από τη λογοτεχνία προσπαθώ να φτάσω σε μονοπάτια που δεν μου επιτρέπει ο αποδεικτικός λόγος της επιστήμης. Στη σχέση μάνας – κόρης νοιώθω λογοτεχνικά να παίζεται ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου. Ένα παιχνίδι που σε φέρνει αντιμέτωπο με τις ενορμήσεις της ζωής και τις ενορμήσεις του θανάτου που ενυπάρχουν μέσα μας από την αρχή της ζωής. Αυτό ανοίγει ένα δρόμο για τη δημιουργία. Μπορούμε να αντλήσουμε μέσα από αυτή τη σχέση την ουσία της ζωής μας. Προσωπικά, όσο πιο κοντά έρχομαι με αυτό το διπλό, όσο το ιχνηλατώ, τόσο έχω την αίσθηση ότι με οδηγεί, με σπρώχνει να πάω παραπέρα. Το παραπέρα για μένα είναι να δοκιμάσω να εκφράσω λογοτεχνικά εμπειρίες που είναι δύσκολο να αρθρωθούν μέσα από το λόγο.
Ποιό πιστεύετε είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει μια μητέρα;
Να επιλέγει ως αγαπημένο της τρόπο ανατροφής την πειθαρχία, το φόβο, την ευπείθεια…..την προσαρμογή του παιδιού της σε ξένες επιταγές, την άνευ όρων υπακοή στην όποια εξουσία, την τιθάσευση και χειραγώγηση των επιθυμιών του παιδιού της . Να μην αντέχει να δεχτεί ότι το παιδί της δεν είναι η προέκταση του εαυτού της. Ότι δεν γεννήθηκε για να εκπληρώσει το δικό της ανεκπλήρωτο σχέδιο ζωής. Ότι το παιδί της δεν είναι το ρούχο της στο γυμνό της σώμα, το κεραμίδι πάνω από το άσκεπο κεφάλι της. Το λάθος της είναι να εκπαιδεύει το παιδί της σε έναν ψευδή εαυτό. Ένα παιδί που επιθυμεί να είναι αυτό που εικάζει ότι ο άλλος επιθυμεί από αυτό να είναι. Ένα πρόσωπο που έχει χάσει το πρόσωπο του κι έχει γίνει ένα εκμαγείο. Ένα ομοίωμα προσώπου προσανατολισμένο στο δέον, στον καθωσπρεπισμό, στην λογοκριμένη επιθυμία. Το λάθος είναι να μεγαλώνεις ένα παιδί με βάση προδιαγραφές θανάτου. Γιατί προδιαγραφές θανάτου είναι να μεγαλώνεις ένα παιδί έμμονα υπάκουο, πρόθυμο, ατσαλάκωτο, τακτοποιημένο, εύρυθμο, αρκούντως φοβισμένο…..Ένα κίβδηλο πράγμα. Αν αξίζει όμως να παλεύει κανείς για κάτι είναι για μια αληθινότητα που διαρρηγνύει τη συμμόρφωση σε ξένες επιταγές. Ο νεαρός Χόλντεν Κολφιλντ στο αριστουργηματικό Φύλακα στη Σίκαλη του Σάλιντζερ καθιερώθηκε ως εμβληματική φιγούρα δίνοντας έναν τέτοιο αγώνα, “αποκιβδηλοποίησης”. Ένας έφηβος που αγωνίζεται να μην είναι “phony” κίβδηλος, ψεύτικος, πλαστός.
Η μητέρα μπορεί να σε μυήσει στα δεσμά και στη φυλακή της ανελευθερίας. Eγώ όμως ονειρεύομαι μια μητέρα, φορέα ελευθερίας.
Αυτά τα παιδιά φέρονται σκληρά σε αυτές τις μητέρες;
Όλα είναι ανοιχτά και ενδεχόμενα. Μπορεί κάποια στιγμή συσσωρευμένη πίεση να οδηγήσει σε μια ανοιχτή σύγκρουση, και να φερθείς σκληρά στη μητέρα σου, ή μπορεί ποτέ αυτό να μην γίνει και να επικρατεί μια άνευ όρων υπακοή και συμμόρφωση στη μητρική επιθυμία, τότε θα είναι η υπέρτατη μορφή σκληρότητας απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό.
Έχετε παιδιά;
Έχω μια κόρη τη Μυρσίνη που είναι πολύ καλή ψυχολόγος. Τσακωνόμαστε και αγαπιόμαστε, διαφωνούμε και συμφωνούμε. Προσπαθούμε να ξεχνάμε στη σχέση μας την τεχνογνωσία της ψυχολογίας και να δοκιμάζουμε το αυθόρμητο μιας “good enough” ανακουφιστικής σχέσης….
Γιατί γράφετε για τόσο ακραίες περιπτώσεις; Οι ήρωες σας είναι στα άκρα.
Μια από τις λιγοστές βεβαιότητες που έχω στη ζωή μου είναι ότι το άκρο φωτίζει. Είναι ένας μεγεθυντικός καθρέφτης. Κοιτάζεις μέσα και βλέπεις μια αλήθεια που το “κανονικό” το “μέσο” το δήθεν “φυσιολογικό” αφυδατωμένο μέσα στην πλαδαρότητα του και στην κοινοτοπία του σε εμποδίζει να δεις. Το ακραίο σου επιτρέπει να κατεβείς στα υπόγεια του σπιτιού σου ή του μυαλού σου, και να ανακαλύψεις εκεί θαμμένα πολύτιμα μυστικά για τον κόσμο γύρω σου και την ύπαρξη σου.
Για τη «θυσία της μάνας» τι έχετε να μου πείτε;
Είναι μια πράξη βίας προς το παιδί. Η μάνα – θυσία προτάσσει και επικαλείται ακατάπαυστα στο παιδί τις θυσίες που κάνει προς χάριν του. Αυτή η ιδιοτελής θυσία, δεν είναι θυσία, αυτή η δήθεν προσφορά δεν είναι προσφορά. Γιατί ζητάει αναγνώριση, απαιτεί αντάλλαγμα. Η θυσία από τη στιγμή που την προφέρεις ως λέξη, από τη στιγμή που την επικαλείσαι, πάει, εξατμίστηκε. Η μάνα – θυσία είναι μια απάτη. Ζητά τα πάντα από το παιδί της. Μπορεί να το κρατήσει όμηρο στην υποχρέωση που ζητά. Έχουν διαλυθεί ζωές, έχουν καταστραφεί άνθρωποι από αυτό.
Υπάρχει η ιδανική μάνα;
Ιδανική για μένα είναι η μανά που αγαπά να αγαπά το παιδί της. Που έχει περιέργεια να γνωρίσει ένα παιδί που δεν της ανήκει……ένα γνωστό άγνωστο παιδί. Τελεία. Τίποτε άλλο. Δίχως προϋποθέσεις, δίχως κρυφά ανταλλάγματα .
Ιδανική μητέρα είναι εκείνη που θα δανειζόταν τη φωνή της Σιλβια Πλαθ στο ποίημα που έγραψε με αφορμή τη γέννηση του γιου της. Σε αντίθεση όμως με την τραγική ποιήτρια η ιδανική μητέρα, αν υπήρχε, θα ξεκινούσε (και δεν θα τερμάτιζε) με ένα τέτοιο ποίημα τη ζωή της ως μητέρα.
Ιδού το ποίημα:
Δεν τον θέλω εξαιρετικό
Η εξαιρετικότητα είναι αυτό που ενδιαφέρει το Διάβολο
Η εξαιρετικότητα σκαρφαλώνει στους λόφους της θλίψης
Ή στέκεται στην έρημο και πληγώνει την καρδιά της μάνας
Τον θέλω κοινό
Να μ αγαπάει όπως τον αγαπώ
Και να παντρευτεί αυτό που θέλει και εκεί που θέλει. *
Είναι αλήθεια ότι μια μάνα μπορεί να καταστρέψει ένα παιδί περισσότερο από έναν πατέρα;
Το πρώτο αντικείμενο αγάπης στη ζωή μας με την ψυχαναλυτική έννοια είναι η μητέρα. Σου εξασφαλίζει την τροφή και την προστασία από κάθε απειλή. Σου εξασφαλίζει την συνέχεια της ύπαρξής σου και αυτό αφήνει ένα ίχνος. Το οποίο δεν παύεις να αναζητάς στους επόμενους ανθρώπους της ζωής σου. Και δε θα το βρεις βεβαίως πουθενά με αυτό τον τρόπο. Και μόνο εξ αιτίας αυτού του γεγονότος υπάρχει ίσως μια μεγαλύτερη και πιο τρομακτική δυνατότητα «βλάβης» από τη μητέρα. Η ευφορία της ύπαρξης υπονομεύεται όταν η μητέρα αναγορεύει το παιδί της, γιό ή κόρη, σε μοναδικό επίκεντρο της ζωής της, σε ένα συμβολικό φαλλό, ή αντίθετα όταν δεν το αναγορεύει σε τίποτα απολύτως. Ανάμεσα σε ένα φαντασιακό φαλλό και μια απουσία, ανάμεσα σε μια ουτοπική δύναμη και ένα κενό….το παιδί ως υποκείμενο εξαφανίζεται….
Τι χρειάζεται μια μητέρα;
Να μη θεωρεί το παιδί προέκτασή του εαυτού της, να επιτρέπει τις επιθυμίες του. Να μην απειλείται από αυτές. Να μην είναι ο χειριστής, ο ιδιοκτήτης των επιθυμιών και των ονείρων του. Πλάι της, κοντά της δηλαδή, υπάρχει ένα παιδί που μεγαλώνει. Ούτε απέναντι της, ούτε κάπου μακριά από αυτήν, ούτε μέσα της, πλάι της, κοντά της, υπάρχει ένα παιδί που μεγαλώνει. Αυτό μόνο.
___________________________________________
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης με καθηγητή τον Ζαν Πιαζέ. Είναι καθηγήτρια στο τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου όπου διδάσκει τα μαθήματα ‘’Κλινική Ψυχολογία μέσα από τη Λογοτεχνία και την Τέχνη’’ και ‘’Εγκληματολογική Ψυχολογία’’ Τα έργα της περιλαμβάνουν επιστημονικά βιβλία Ψυχολογίας και μυθιστορήματα. Στα μυθιστορήματά της ασχολείται με τα θέματα της σχέσης μάνας – κόρης, με την τρέλα, με τη δημιουργικότητα, με τη δυσκολία του να υπάρχεις σήμερα και την επινόηση τρόπων υπερβάσης αυτής της δυσκολίας.
Είναι συγγραφέας του ‘’Δεν μ αγαπάς, μ αγαπάς’’. Τα παράξενα της μητρικής αγάπης. Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου. Έχει γράψει μαζί με τη Μαργαρίτα Καραπάνου το βιβλίο ‘’Μήπως’’
Το πρώτο της μυθιστόρημα «Η κόρη της Ανθής Αλκαίου», κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα γερμανικά. Ακολούθησαν: Έρως Φαρμακοποιός, Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά, Εγώ, η Μάρθα Φρόιντ, Το χάρισμα της Βέρθας, Όλα τα ναι του κόσμου, 8 ώρες και 35 λεπτά, το οποίο θα κυκλοφορήσει στη Γερμανία, την Ιταλία, την Αγγλία, την Αμερική
______________________________________
*Το ποίημα, σε ελεύθερη απόδοση της Φωτεινής Τσαλίκογλου, είναι το ‘’Threewomen’’ της Σίλβια Πλαθ από το The collected poems.
Συνέντευξη στην ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ