Χρήστος Γιανναράς: «Δὲν φταίνε οι άνθρωποι σήμερα όταν δὲν μπορούν να ερωτευθούν…»
Ἡ διαφθορὰ ὡς δικαίωμα
ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ἔχουμε δύο λέξεις γιὰ νὰ σημάνουμε τὰ ἀντι-κείμενα τῆς ἐμπειρικῆς μας πιστοποίησης: τὴ λέξη «πράγματα» καὶ τὴ λέξη «χρήματα».
«Πράγματα» εἶναι τὰ παράγωγα τοῦ πράττειν, τὰ ἀποτελέσματα μιᾶς ποιητικῆς ἐνέργειας, τὰ πεπραγμένα ἑνὸς δημιουργοῦ προσώπου.
«Χρήματα» εἶναι ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ καθορίζονται κυρίως ἀπὸ τὴ χρήση τους, ἐξυπηρετοῦν χρηστικὲς ἀνάγκες, εἶναι χρήσιμα στὴν πρακτικὴ τοῦ βίου.
Τὰ πράγματα ἐνδέχεται νὰ διασώζουν τὴν ἑτερότητα (μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα) ἑνὸς προσωπικοῦ δημιουργικοῦ λόγου, νὰ παραπέμπουν στὸ πρόσωπο τοῦ δημιουργοῦ τους (ὅπως ἡ ζωγραφιὰ στὸν ζωγράφο καὶ τὸ ποίημα στὸν ποιητή).
Τὰ χρήματα ταυτίζονται ἁπλῶς μὲ τὴ χρηστική τους σκοπιμότητα, παραπέμπουν στὴν ἴδια γιὰ ὅλους ὠφέλιμη διευκόλυνση.
Ἔχουμε καὶ μιὰ τρίτη λέξη στὰ ἑλληνικά: τὴ λέξη «νομίσματα».
Εἶναι ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ τὴ χρήση τους τὴν καθορίζουμε ἐμεῖς (κάθε ἀνθρώπινη κοινωνία) μὲ κοινὴ συμφωνία-σύμβαση.
Ἀντιπροσωπεύουν τὴ σύμβαση (τὸν δικό μας «νόμο»), δὲν ἔχουν δική τους «φύση-οὐσία», γι’ αὐτὸ καὶ τὰ λέμε «νομίσματα»: εἶναι τὰ νομιζόμενα, «ὅτι οὐ φύσει, ἀλλὰ νόμῳ κεῖνται», καθὼς ὅρισε ὁ Ἀριστοτέλης.
Μὲ τὰ νομίσματα κατορθώνουμε οἱ ἄνθρωποι νὰ «ἰσάζωμεν» τὶς ἀνταλλακτικές μας σχέσεις, νὰ κοινωνοῦμε τὶς ἀνάγκες μας «κατὰ λόγον», μὲ τρόπο λογικό: τὸν τρόπο τῆς συμπαντικῆς ἁρμονίας καὶ κοσμιότητας.
Στόχος εἶναι οἱ ἁρμονικές, κόσμιες σχέσεις μας (στόχος ὑπαρκτικῆς ἀλήθειας καὶ γνησιότητας τόσο γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ὅσο —ὡς ἐλευθερία ἀγάπης— καὶ γιὰ τοὺς Χριστιανούς).
Τὸ νόμισμα εἶναι ἁπλῶς τὸ μέσο, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ ὑπηρετεῖ τὴ λογικότητα τῶν σχέσεών μας.
Γι’ αὐτὸ καὶ μοιάζει ἀδιανόητο (τουλάχιστον γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη) νὰ αὐτονομεῖται τὸ νόμισμα, νὰ λειτουργεῖ ἄσχετα ἀπὸ τὶς σχέσεις, γιὰ παράδειγμα νὰ αὐτοπολλαπλασιάζεται μὲ τὸν «τόκο»: ὁ τόκος, τὸ νὰ «τίκτει» τὸ νόμισμα, «παρὰ φύσιν τῶν χρηματισμῶν ἐστι».
Τὰ «πράγματα» προσφέρονται στὴ σχέση, τὰ «χρήματα» καὶ τὰ «νομίσματα» στὴ χρήση ποὺ ὑπηρετεῖ τὴ σχέση (ὅταν ἀποβλέπει ἡ χρήση στὴν «κοινωνία τῆς χρείας»).
Ὅμως σήμερα ζοῦμε σὲ κοινὸ τρόπο βίου (δηλαδὴ πολιτισμό) ποὺ μειώνει συνεχῶς τὸ πεδίο τῶν σχέσεων, τὸ ἐνδιαφέρον ἢ τὴν ἀνάγκη τῆς σχέσης, γιὰ χάρη τῆς προτεραιότητας τῶν χρήσεων.
Στὸν πολιτισμό μας ἡ χρήση αὐτονομεῖται ἀπὸ τὴ σχέση, τείνει νὰ ὑποκαταστήσει τὴν κοινωνία τῆς χρείας μὲ παράλληλες ἄπληστες χρήσεις.
Διαμορφώνει ἀνεπαίσθητα τὸν ψυχισμό μας αὐτὸς ὁ πολιτισμός, μᾶς μπολιάζει μὲ ἀντανακλαστικὰ κυρίως χρησιμοθηρικά, μὲ προϊούσα ἀνικανότητα σχέσης, ἀνέραστη συμπεριφορά.
Δὲν φταῖνε οἱ ἄνθρωποι σήμερα ὅταν δὲν μποροῦν νὰ ἐρωτευθοῦν, ὅταν ταυτίζουν τὸν ἔρωτα μόνο μὲ τὴ χρήση τοῦ ἄλλου.
Δὲν φταῖνε, γιατὶ δὲν ἀσκήθηκαν ποτὲ στὴ σχέση, δὲν ξέρουν νὰ σχετίζονται, κάθε ἐπιθυμία τους ἐκπληρώνεται πατώντας ἕνα κουμπί.
Δὲν ἔμαθαν νὰ μοιράζονται τὸ θέλημά τους, νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ ἐγώ τους.
Ξέρουν μόνο τὴ χρήση, ὄχι τὴ σχέση, μόνο τὰ χρήματα, ὄχι τὰ πράγματα.
Χρῆστος Γιανναρᾶς, «Ἡ λογικὴ ἀρχίζει μὲ τὸν ἔρωτα», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, 2004
Το είδαμε εδώ: klooun