10 μύθοι για το σώμα απομυθοποιούνται
Οι τρίχες φυτρώνουν πιο δυνατές όταν τις ξυρίζουμε… Το διάβασμα με χαμηλό φωτισμό προκαλεί τύφλωση… Η ούρηση στο τσίμπημα μιας μέδουσας απαλύνει τον πόνο…
Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα είναι ένα μυστήριο και η επιθυμία του ανθρώπου να αποκαλύψει τα μυστικά του έχει οδηγήσει σε παραπληροφόρηση, με αποτέλεσμα να πιστεύουμε αυτούς τους λανθασμένους ισχυρισμούς αντί για την αλήθεια.
Ποια είναι, όμως, η αλήθεια που κρύβεται πίσω από τους 10 πιο γνωστούς μύθους που αφορούν στο σώμα μας;
Μύθος 1ος: Οι τρίχες φυτρώνουν πιο δυνατές όταν τις ξυρίζουμε
Η συγκεκριμένη άποψη είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Εάν με το ξύρισμα δυνάμωναν οι τρίχες, τότε τα άτομα που έχουν αρχίσει να χάνουν τα μαλλιά τους θα ξύριζαν το κεφάλι τους και θα σταματούσαν την τριχόπτωση.
Η Δρ. Rachel C. Vreeman, παιδίατρος και ερευνήτρια, και ο καθηγητής παιδιατρικής Aaron E. Carrol, έρχονται να απομυθοποιήσουν επιστημονικά το μύθο:
«Υπάρχουν ακλόνητα επιστημονικά στοιχεία που διαψεύδουν αυτόν τον ισχυρισμό. Το 1928, μία κλινική δοκιμή έδειξε πως το ξύρισμα δεν έχει καμία απολύτως επίδραση στην τρίχα. Πιο πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν πως το ξύρισμα δεν επηρεάζει το πάχος ή το βαθμό ανάπτυξης της τρίχας. Επιπλέον, το ξύρισμα αφαιρεί τα νεκρά τμήματα της τρίχας και όχι αυτά που υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια του δέρματος, επομένως δεν μπορεί με οιονδήποτε τρόπο να επηρεάζει το βαθμό ή το είδος της ανάπτυξής της. Η ξυρισμένη τρίχα δεν έχει το λεπτότερο άκρο που έχει μία αξύριστη τρίχα και γι’ αυτό υπάρχει και η αίσθηση της τραχύτητας. Ομοίως, η νέα τρίχα δεν έχει ξεθωριάσει ακόμα από τον ήλιο ή την έκθεσή της σε χημικά, με αποτέλεσμα να φαίνεται πιο σκούρα από την ήδη υπάρχουσα τρίχα.»
Βασικά, η ξυρισμένη τρίχα φαίνεται πιο σκληρή στην αίσθηση και αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι είναι και πιο δυνατή. Στην πραγματικότητα, όμως, απλά παραπλανούμαστε, καθώς η τρίχα μας παραμένει η ίδια.
Μύθος 2ος: Η μέτρηση των θερμίδων παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη διαχείριση του βάρους και της υγείας
Ίσως να θέλουμε να πιστεύουμε πως ο κανόνας «όσες θερμίδες παίρνουμε, τόσες πρέπει να καταναλώνουμε» είναι επαρκής για την απώλεια βάρους, αλλά αυτό σημαίνει πως πρέπει να αποδεχτούμε ότι ο οργανισμός μας είναι αρκετά απλός. Αν και η κατανάλωση λιγότερων θερμίδων από αυτές που προσλαμβάνουμε έχει σίγουρα επίπτωση στο σώμα μας, εντούτοις δεν έχουν όλες οι τροφές την ίδια επίπτωση. Για να γίνει πιο κατανοητό, σκεφτείτε τη διαφορά μεταξύ μίας μπάρας σοκολάτας και ενός αγγουριού (σε ίση θερμιδική ποσότητα). Έχουν διαφορετική γεύση, αποτελούνται από εντελώς διαφορετικά θρεπτικά συστατικά και δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Δεν είναι λογικό να χρησιμοποιούνται από το σώμα μας με τον ίδιο τρόπο.
Το πρόβλημα με την άποψη ότι οι θερμίδες είναι το μόνο απαραίτητο μέτρο για τη διαχείριση του βάρους, είναι ότι θεωρούμε τη θερμίδα ως ένα φυσικό πράγμα. Οι θερμίδες είναι μονάδες μέτρησης της ενέργειας και αρχικά ο όρος δεν χρησιμοποιούνταν για το φαγητό. Σύμφωνα με την Wikipedia, η θερμίδα είναι «η ενέργεια που απαιτείται για να αυξηθεί η θερμοκρασία 1 γραμμαρίου καθαρού και απεσταγμένου νερού κατά 1 βαθμό Κελσίου». Ουσιαστικά δηλαδή, οι θερμίδες είναι μέτρηση και όχι κάτι που χρησιμοποιεί το σώμα ως καύσιμη ύλη. Αυτό που χρησιμοποιεί ο οργανισμός μας είναι αυτό που βρίσκει στα τρόφιμα και στα ποτά που χωνεύει.
Πολλά άτομα αμφισβητούν τη συγκεκριμένη άποψη, αντιπαραβάλλοντας ως επιχείρημα τη δίαιτα του καθηγητή Mark Haub, ο οποίος ακολουθούσε ένα χαμηλό σε θερμίδες διατροφολόγιο, αποτελούμενο κατά τα 2/3 του από πρόχειρα φαγητά (junk food). Αυτό που πρέπει να σημειωθεί, όμως, εδώ είναι ότι πρόκειται για μία μεμονωμένη μελέτη ενός και μόνο ατόμου και δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο.
Ακόμα και ο Haub αμφισβητεί τα ίδια του τα ευρήματα: «Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι είμαι πιο υγιής; Ή μήπως δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ορίζουμε την υγεία από μία βιολογική σκοπιά, χάνοντας κάτι;»
Ο Haub είχε μειώσει τις θερμίδες που λάμβανε σε καθημερινή βάση στις 800. Δεν χωράει αμφισβήτηση ότι η θερμιδική πρόσληψη παίζει κάποιον ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αποθηκεύουμε και χάνουμε λίπος, αλλά με τη μέτρηση μόνο των θερμίδων δεν έχουμε μία συνολική εικόνα. Ο τρόπος με τον οποίο το σώμα μας επεξεργάζεται τη ζάχαρη είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς διαφορετικές τροφές αποφέρουν διαφορετικά αποτελέσματα.
Ο Δρ. Michael Eades παρουσίασε δύο μελέτες (το πείραμα Ancel Keys και τη μελέτη John Yudkin), δύο διαφορετικές δίαιτες χαμηλής θερμιδικής αξίας, με διαφορετικά θρεπτικά συστατικά. Η μελέτη Keys περιελάμβανε περισσότερους υδρογονάνθρακες και λιγότερα λιπαρά, ενώ η μελέτη Yudkin ήταν ακριβώς το αντίθετο. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, ήταν εντελώς διαφορετικά. Η μελέτη Yudkin είχε ως αποτέλεσμα υγιείς ανθρώπους, ενώ η Keys όχι.
Επιπλέον, η διαιτολόγος Kari Hartel τονίζει πώς ο οργανισμός μας επεξεργάζεται τις διάφορες θρεπτικές ουσίες. Για παράδειγμα, σημειώνει πως «οι ίνες δεν αφομοιώνονται πλήρως από το σώμα μας, επομένως προσφέρουν υγιεινά οφέλη, χωρίς να προσθέτουν σημαντικές θερμίδες στο διατροφολόγιό μας. Επιπλέον, το σώμα μας καίει περισσότερες θερμίδες, χωνεύοντας και μεταβολίζοντας πρωτεΐνες, απ’ ότι όταν χωνεύει άλλες θρεπτικές ουσίες. Η πρωτεΐνη επιβραδύνει το χρόνο που χρειάζεται η τροφή για να πάει από το στομάχι στο έντερο, και έτσι αισθανόμαστε κορεσμό για περισσότερη ώρα.»
Αν και η ιδέα πως η υγεία μας εξαρτάται από τον μαγικό αριθμό των θερμίδων που λαμβάνουμε καθημερινά ακούγεται καλή, εντούτοις η πραγματικότητα είναι πως οι τροφές και το σώμα μας είναι πιο πολύπλοκα. Παρόλο που μία σημαντική μείωση των θερμίδων βοηθά αποτελεσματικά στην απώλεια βάρους, εντούτοις δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας. Το βάρος που έχουμε, το βάρος που θέλουμε να χάσουμε, η διατροφική ισορροπία του διαιτολογίου μας, οι θερμίδες που καίμε, οι μύες που χτίζουμε με την άσκηση και ο χρόνος που καθόμαστε καθημερινά, παίζουν όλα βασικό ρόλο στην υγεία μας και την απώλεια βάρους. Η μείωση των θερμίδων μπορεί να είναι μία βραχυπρόθεσμη στρατηγική απώλειας βάρους, αλλά εάν δώσουμε βάση και στους άλλους παράγοντες τότε θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στη συνολική εικόνα της υγείας μας.
Μύθος 3ος: Χρειαζόμαστε 8 ώρες ύπνου καθημερινά
Ακούμε συνέχεια ότι πρέπει να κοιμόμαστε 8 ώρες καθημερινά, και παρόλο που για μερικούς μπορεί να ισχύει, εντούτοις δεν είναι γενικός κανόνας. Ο ιστότοπος Hindustan Times δημοσιοποίησε μία ευρωπαϊκή έρευνα που έδειξε πως οι άνθρωποι που έχουν το γονίδιο ABCC9 μπορούν να κοιμούνται λιγότερες ώρες από τον μέσο άνθρωπο. Οι επιστήμονες βρήκαν το ίδιο γονίδιο και στις μύγες και διαπίστωσαν πως αν το «πειράξουν», μπορούν να μεταβάλουν το χρόνο που περνάει μία μύγα σε κατάσταση ανάπαυσης.
Όταν ρωτήθηκαν άνθρωποι πόσες ώρες ύπνου χρειάζονται, οι απαντήσεις που δόθηκαν διέφεραν. Για κάποιους, το 8ωρο ήταν απαραίτητο, ενώ για άλλους ήταν υπερβολικό.
Επιπλέον, το περιοδικό Wired έγραψε για μία χημική ουσία, που ονομάζεται Orexin A, και πιστεύεται πως λειτουργεί ως υποκατάστατου του ύπνου. Η ουσία αυτή υπάρχει στους ανθρώπους σε μικρές ποσότητες, και όταν μειώνεται, τότε αισθανόμαστε κούραση. Από τότε που ανακαλύφθηκε, η Orexin A τοποθετήθηκε σε ρινικά σπρέι (για τις ανάγκες δοκιμών), ενώ βρέθηκε πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο για τη θεραπεία της ναρκοληψίας.
Σε μία μελέτη του UCLA, επιστήμονες έδωσαν σε κουρασμένους πιθήκους να εισπνεύσουν τη χημική ουσία.
«Οι πίθηκοι είχαν να κοιμηθούν 30 με 36 ώρες και κατόπιν τους δώσαμε να εισπνεύσουν Orexin A ή placebo, προτού τους υποβάλλουμε σε νοητικά τεστ. Οι πίθηκοι που είχαν πάρει Orexin A σε ρινικό σπρέι σημείωσαν σχεδόν τα ίδια αποτελέσματα με τους πιθήκους σε εγρήγορση, ενώ όσοι είχαν πάρει το placebo σημείωσαν πολύ χαμηλότερα αποτελέσματα.»
Παρόλο που οι πληροφορίες γύρω από την Orexin A είναι πολύ πρόσφατες, φαίνεται πως ο ύπνος δεν είναι και τόσο σχετικός όσο νομίζαμε. Εξάλλου, αν και το 8ωρο ύπνου δεν είναι κακό, εντούτοις δεν είναι απαραίτητο για όλους.
Μύθος 4ος: Το διάβασμα με χαμηλό φωτισμό καταστρέφει τα μάτια
Υποτίθεται πως το διάβασμα με χαμηλό φωτισμό δεν κάνει καλό και παρόλο που όντως ο χαμηλός φωτισμός μπορεί να κουράσει τα μάτια, εντούτοις, σύμφωνα με την ερευνήτρια Rachel C. Vreeman και τον καθηγητή παιδίατρο Aaron E. Carrol, δεν προκαλείται κάποια σοβαρή ή μόνιμη βλάβη στα μάτια.
«Είναι κοινώς παραδεκτό στην οφθαλμολογία πως το διάβασμα με χαμηλό φωτισμό δεν προκαλεί βλάβη στα μάτια. Αν και μπορεί να προκαλέσει κούραση και πολλαπλές προσωρινές παρενέργειες, παρ’ όλ’ αυτά, δεν προκαλείται μόνιμη αλλοίωση της λειτουργίας ή της δομής των ματιών.
Ακόμα και σε ασθενείς με σύνδρομο Sjögren (μία αυτοάνοση πάθηση, κατά την οποία παρουσιάζεται φλεγμονή σε διάφορους αδένες του σώματος (όπως οι δακρυϊκοί αδένες στα μάτια και οι σιελογόνοι στο στόμα), η μειωμένη λειτουργική οπτική οξύτητα, που σχετίζεται με το κουραστικό διάβασμα, βελτιώνεται μόλις σταματήσουν το διάβασμα.»
Μύθος 5ος: Η ούρηση στο τσίμπημα μιας μέδουσας απαλύνει τον πόνο
Σε ένα επεισόδιο της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς «Τα Φιλαράκια», όταν τσίμπησε τη Μόνικα μία μέδουσα, ο Τζόι θυμήθηκε ότι η ούρηση πάνω στο τσίμπημα θα της απαλύνει τον πόνο. Αν και όλη αυτή η κατάσταση είναι άκρως κωμική, εντούτοις συνεχίζεται η προπαγάνδα γύρω από το συγκεκριμένο μύθο.
Ο Mark Leyner και ο Δρ. Billy Goldberg, συγγραφείς του βιβλίου «Why Do Men Have Nipples?» («Γιατί οι άντρες έχουν θηλές;») εξηγούν:
«Οι ακόλουθες οδηγίες μπορούν να εφαρμοστούν στα περισσότερα τσιμπήματα μέδουσας: ο παθών θα πρέπει να αφαιρέσει όλα τα ορατά πλοκάμια, με τη χρήση γαντιών εάν είναι δυνατόν. Στη συνέχεια, θα πρέπει να ξεπλύνει καλά την περιοχή του τσιμπήματος με ξύδι. Το οξικό οξύ του ξυδιού μπλοκάρει την εκτόξευση των υπόλοιπων νηματοκυστών (κνιδοκύτταρα) στο δέρμα, επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί αφειδώς. Εάν δεν υπάρχει διαθέσιμο ξύδι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί αλατόνερο.
Εργαστηριακά τεστ έδειξαν πως τα ούρα, η αμμωνία και το αλκοόλ μπορούν να προκαλέσουν την εκτόξευση των ενεργών κνοδοκυττάρων, κάτι που πρακτικά σημαίνει πως, εάν τα εφαρμόσουμε, είναι πιθανό να προκαλέσουμε μεγαλύτερη ζημιά. Συνεπώς, η ούρηση πάνω στο τσίμπημα της μέδουσας, εκτός από αηδιαστικό, είναι και επίπονο.»
Μύθος 6ος: Παχαίνουμε γιατί έχουμε αργό μεταβολισμό
Όταν έχουμε γρήγορο μεταβολισμό, το σώμα μας καίει περισσότερες θερμόδες. Αυτό σημαίνει πως όσοι είναι αδύνατοι και υγιείς, έχουν γρηγορότερο μεταβολισμό, σωστά; Όχι απαραίτητα, σύμφωνα με συνέντευξη του Δρ. Jim Levine, ερευνητή με ειδίκευση στην παχυσαρκία στην Κλινική Mayo, ο οποίος μελέτησε τον ανθρώπινο μεταβολισμό τόσο σε αδύνατα όσο και σε υπέρβαρα άτομα.
Ο Δρ. Levine κατέληξε ουσιαστικά στο αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει ο μύθος. Έχοντας ως σημείο αναφοράς την αδύνατη Kathy Strickland και τον υπέρβαρο Dawn Campion, ο Levine αναφέρει:
«Τα νούμερα του Dawn είναι στην πραγματικότητα υψηλότερα γιατί βρίσκουμε συνέχεια πως τα άτομα με προβλήματα βάρους, όπως τα παχύσαρκα, έχουν υψηλότερο βασικό μεταβολισμό συγκριτικά με τα αδύνατα άτομα. Ο βασικός μεταβολισμός είναι οι θερμίδες που καίμε για να μπορεί να λειτουργήσει το σώμα μας, επομένως, εάν το σώμα μας είναι μεγαλύτερο, λογικό είναι να είναι υψηλότερος και ο βασικός μας μεταβολισμός. Εάν το σώμα μας είναι μικρότερο, ο βασικός μας μεταβολισμός είναι χαμηλότερος.»
Ο Δρ. Levin κατέληξε στο συμπέρασμα πως, τα προβλήματα βάρους των ασθενών του οφείλονταν λιγότερο στην ταχύτητα του μεταβολισμού τους και περισσότερο στον καθιστικό τρόπο ζωής τους. Αυτό, φυσικά, είναι το ένα μέρος μόνο της εξίσωσης. Η πρόσληψη ανεπιθύμητου βάρους μπορεί να προκύψει και από την ανθυγιεινή διατροφή, την έλλειψη άσκησης και έναν αριθμό ακόμα άλλων προβλημάτων. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο πρόβλημα και ο μεταβολισμός δεν θεωρείται απαραίτητα ένοχος.
Μύθος 7ος: Αρπάζουμε κρύωμα όταν ο καιρός είναι κρύος (και υγρός)
Όλοι έχουμε ακούσει τη μητέρα μας να φωνάζει να ντυθούμε καλά για να μην κρυώσουμε. Αν και μπορεί να κρυώνουμε λίγο εάν δεν έχουμε ντυθεί καλά, εντούτοις δεν μπορούμε να αρπάξουμε κρύωμα απ’ αυτό. Το κρύωμα είναι ένας ιός -ρινοϊός για να είμαστε πιο ακριβείς- και είναι μεταδιδόμενος. Ο Mark Leyner και ο Δρ. Billy Goldberg εξηγούν:
«Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κρυώσει λόγω του κρύου ή υγρού καιρού, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. Το κρύωμα προκαλείται από έναν ιό και οι ιοί βρίσκονται παντού, επομένως είναι δύσκολο να τους αποφύγουμε. Όταν βρισκόμαστε σε έναν χώρο με κάποιον που είναι κρυωμένος, είναι πολύ πιθανό να κολλήσουμε κι εμείς, επομένως θα πρέπει να προσέχουμε να μην πλησιάζουμε πολύ κοντά και να πλένουμε πολύ καλά τα χέρια μας. Επιπλέον, η έλλειψη ύπνου και η ελλιπής διατροφή μειώνουν τις αντιστάσεις του οργανισμού μας απέναντι στους ιούς. Αυτό που πρέπει να έχουμε στο νου μας είναι ότι τα αντιβιοτικά καταπολεμούν μόνο τα βακτήρια. Επομένως, εάν θέλουμε να προστατεύσουμε τον οργανισμό μας από το κρύωμα, θα πρέπει να ξεκουραζόμαστε και να τρώμε καλά .»
Εάν, όμως, αυτό αληθεύει, τότε γιατί αρπάζουμε συχνότερα κρύωμα το χειμώνα; Οι γιατροί δεν έχουν μία συγκεκριμένη απάντηση, αλλά σύμφωνα με τους New York Times, υπάρχουν κάποιες θεωρίες. Λόγω του γεγονότος ότι το κρύωμα μεταδίδεται μέσω ιού από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, θα πρέπει να έρθουμε σε επαφή με κόσμο. Το χειμώνα περνάμε περισσότερο χρόνο σε κλειστούς χώρους, επομένως βρισκόμαστε συχνότερα κοντά στους ιούς. Εάν κρυώσει κάποιος από την οικογένειά μας ή ένας συνάδελφος στο γραφείο, είναι πολύ πιθανό ο ιός να μεταδοθεί. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, θα πρέπει να κρατάμε αποστάσεις όλο το χρόνο από τους φορείς του ιού.
Μύθος 8ος: Η περισσότερη θερμότητα του σώματος διαφεύγει από το κεφάλι
Η θερμοκρασία ανεβαίνει και το κεφάλι μας είναι γενικά ζεστό, επομένως είναι αυτονόητο πως εάν θέλουμε να παραμείνουμε ζεστοί δεν θα πρέπει να κυκλοφορούμε έξω στο κρύο με ακάλυπτο το κεφάλι.
Αν και η συγκεκριμένη θεωρία φαίνεται πως έχει βάση, στην πραγματικότητα δεν χάνουμε περισσότερη θερμότητα από το κεφάλι, συγκριτικά με τα υπόλοιπα μέρη του σώματός μας.
Σύμφωνα με τους Rachel C. Vreeman και Aaron E. Carrol, εάν φοράμε καπέλο απλά θα κρατήσουμε πιο ζεστό το κεφάλι μας:
«Ο μύθος ενδεχομένως να προέρχεται από μία παλιά στρατιωτική μελέτη, στην οποία επιστήμονες τοποθέτησαν υποκείμενα σε ειδικές αρκτικές στολές επιβίωσης (χωρίς καπέλο όμως) και κατόπιν μέτρησαν την απώλεια θερμότητας του σώματός τους σε εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες. Επειδή το κεφάλι ήταν το μοναδικό μέρος του σώματός τους που ήταν εκτεθειμένο στο κρύο, φάνηκε ότι έχασαν περισσότερη θερμότητα από εκεί. Οι ειδικοί υποστηρίζουν, εντούτοις, πως εάν στο ίδιο πείραμα τα υποκείμενα φορούσαν μαγιό, δεν θα είχαν χάσει πάνω από το 10% της σωματικής τους θερμότητας από το κεφάλι.
Μία πιο πρόσφατη μελέτη επιβεβαιώνει πως δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο γύρω από το κεφάλι και την απώλεια θερμότητας. Οποιοδήποτε ακάλυπτο σημείο χάνει θερμότητα και μειώνει αναλογικά την κεντρική θερμοκρασία του σώματος. Επομένως, εάν έχει κρύο έξω, θα πρέπει να προστατεύσουμε όλο το σώμα μας. Από κει και πέρα, εάν θέλουμε να καλύψουμε ή όχι το κεφάλι, αυτό είναι προσωπική επιλογή του καθενός.
Μύθος 9ος: Μπορούμε να γιατρέψουμε ένα δάγκωμα φιδιού ρουφώντας προς τα έξω το δηλητήριο
Αν και θα ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση εάν ήταν αλήθεια, το να ρουφήξουμε το δηλητήριο σε περίπτωση που μας δαγκώσει ένα φίδι δεν είναι μόνο αηδιαστικό αλλά και πολύ κακή ιδέα.
Σύμφωνα με τους Leyner και Goldberg, η συγκεκριμένη πράξη μπορεί να προκαλέσει σοβαρή μόλυνση στο σημείο του δαγκώματος. Αντ’ αυτού, προτείνουν την τακτική που ακολουθεί ο Ερυθρός Σταυρός:
- Πλύνετε καλά το σημείο του δαγκώματος με σαπούνι και νερό
- Ακινητοποιήστε την περιοχή του δαγκώματος και κρατήστε την χαμηλότερα από το επίπεδο της καρδιάς
- Ζητήστε ιατρική βοήθεια
Σε ορισμένες περιπτώσεις συνίσταται το χαλαρό δέσιμο της περιοχής με ένα ύφασμα, ώστε να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του δηλητηρίου. Επομένως, ακολουθήστε τα παραπάνω και ξεχάστε το ρούφηγμα.
Μύθος 10ος: Είναι επικίνδυνο να ξυπνήσεις έναν υπνοβάτη
Στην πραγματικότητα, είναι επικίνδυνο να μην ξυπνήσεις έναν υπνοβάτη, αλλά πολλοί πίστευαν αυτό το μύθο για πολύ καιρό, ίσως επειδή οι υπνοβάτες φίλοι τους τους χαστούκισαν όταν ξύπνησαν τρομαγμένοι.
Οι υπνοβάτες σίγουρα είναι έκπληκτοι όταν ξυπνούν και βλέπουν πως αντί να είναι στο κρεβάτι τους βρίσκονται σε άλλο χώρο. Επειδή υπάρχει η αίσθηση του αποπροσανατολισμού, πολλοί υπνοβάτες, όταν ξυπνούν, δεν αναγνωρίζουν τα πρόσωπα που βλέπουν γύρω τους και φοβούνται. Το να τους αφήνουμε, όμως, να περιπλανώνται έτσι είναι λιγότερο ασφαλές από το να τους ξυπνήσουμε και να φοβηθούν λίγο.
Η Δρ. Ana C. Krieger, διευθύντρια του Κέντρου Διαταραχών Ύπνου του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, αναφέρει σε συνέντευξή της στους New York Times πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να οδηγήσουμε τον υπνοβάτη πίσω στο κρεβάτι του. Εάν το κρίνουμε απαραίτητο, μπορούμε να τους ξυπνήσουμε, αλλά είναι καλύτερο να τους βοηθήσουμε να επιστρέψουν εκεί που θα έπρεπε να είναι εξ’ αρχής.
Πηγή: Pathfinder