7 όμορφες (παλιές) Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες
Ο Νίκος Δήμου τα Χριστούγεννα θυμάται και την Πρωτοχρονιά ελπίζει..
Επτά Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες
Πρόλογος
Υπάρχουν πολλών ειδών Χριστούγεννα. Των πιστών και των αγοραστών. Τα κοσμικά και τα οικογενειακά. Τα φωτεινά και τα μελαγχολικά.
Υπάρχουν διάφορα τοπία για Χριστούγεννα. Τα βόρεια – με πάγο και χιόνι – και τα νότια – με φοινικιές και αστέρια. Υπάρχει ξεχωριστό ύφος Χριστουγέννων. Του Dickens ή του Παπαδιαμάντη. Των παραμυθιών ή των Ευαγγελιστών. Ο κάθε άνθρωπος, κάθε χρόνο, έχει τα δικά του Χριστούγεννα. Που, από πέρυσι σε φέτος, μπορεί να απέχουν αιώνες! Για μένα, πάντως, από τότε που έπαψα να είμαι παιδί, τα Χριστούγεννα είναι πάντα μνήμη. Μία γιορτή όπου επιστρέφω.
Τα Χριστούγεννα, θυμάμαι – και την Πρωτοχρονιά, ελπίζω. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο περισσότερο θυμάμαι – και τόσο λιγότερο ελπίζω. Αυτή τη χρονιά θέλω να θυμηθώ μαζί σας. Όχι πως οι αναμνήσεις μου είναι ιδιαίτερα σημαντικές – όλοι έχουμε ανάλογες. Αλλά, στην αγορά της καρδιάς, τι άλλο έχει ένας άνθρωπος από τις εμπειρίες του. Τις χαρίζει, τις ανταλλάσσει – καμιά φορά τις εμπορεύεται. Ανοίγω λοιπόν το σεντούκι των Χριστουγέννων και ξετυλίγω επτά ιστορίες. Αρχίζοντας – πού αλλού; – από τα παιδικά μου χρόνια.
Ιστορία πρώτη
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944. Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά.
Είμαι εννέα χρόνων, δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα, δεν έχω δει ποτέ έλατο, μήτε στολίδια. Έχουμε πολύ πεινάσει στην Κατοχή, έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γενεών, έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με ένα ντενεκέ λάδι. Μα αυτές εδώ οι γιορτές του ’44 είναι οι πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις βομβών, κροτάλισμα μυδραλιοβόλων, το γλουγλούκισμα των όλμων που περνάνε πάνω από το σπίτι.
Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. (Τι κάναμε! Παίζαμε με σφαίρες και καψούλια, με κάλυκες και μακαρόνια δυναμίτη! Πατούσαμε απότομα με τα πέταλα του τακουνιού μας την άκρη του μακαρονιού – κι έφευγε σφυρίζοντας σαν πυροτέχνημα. Ποια πέταλα; Μα όλοι φορούσαμε σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μας για να μη λιώνουν. Και περπατώντας αντηχούσαμε σαν αυτούς που χορεύουν κλακέτες!)
Τώρα όμως μας έχουν μαντρώσει μέσα στο σπίτι «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. Λίγες ημέρες πριν, η ξαδελφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο. Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ.
Εμείς, είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά. Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών – και (έτσι θυμάμαι) τον είχε καλέσει ο υπουργός για μία έκτακτη δουλειά και δεν μπόρεσε να επιστρέψει.
Γεγονός πάντως πως μας έλειπε – και πως, παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες. Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του πετρελαίου (ακόμα νιώθω την μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι – και τι να δω! Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας – κι ένας εξάδελφος μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω. Κατρακυλάω τα σκαλιά.
Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. Ήταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά. Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Όχι πολύ – είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αυγά. Παιδί της κατοχικής πόλης, είχα ξεχάσει πως είναι ένα αυγό. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του κροκού μέσα στο ασπράδι. Έτσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο.
Ιστορία δεύτερη
Δεκέμβριος 1951. Ο αρχάγγελος
Στο σχολείο, γιορτή για τα Χριστούγεννα. Ετοιμάζουμε μία μικρή τελετή. Εγώ θα διαβάσω το «Ποιμένες αγραυλούντες…» και μια ομάδα μαθητές και καθηγητές θα παίξει ένα μουσικό κομμάτι. Πρώτη φορά ακούω αυτή τη μελωδία και είναι τόσο αγνή, τόσο αγγελική, που πάντα ξεχνάω να μπω στην ώρα μου με το κείμενο. Ρωτάω τον καθηγητή που οργανώνει την γιορτή τον μεγάλο μουσικολόγο (εμείς τον παιδεύαμε σαν δάσκαλο της Ωδικής!) Μίνω Δούνια.
Είναι, μου απαντάει, το Κοντσέρτο των Χριστουγέννων του Corelli. (Concerto opus 6, n. 8, σε σολ ελάσσονα fatto per la notte di Natale) Από τότε, κάθε φορά μου ακούω αυτή την μελωδία, θυμάμαι τον Δούνια που αργότερα με έμαθε να αγαπώ και να καταλαβαίνω την μουσική. Και θαυμάζω γιατί το μικρό όνομα του Corelli ήταν Arcangelo. Αρχάγγελος που ήρθε στη γη.
Ιστορία τρίτη
Μόναχο Δεκέμβρης 1959. Το κρύο και η ζέστη.
Για όλους – εκτός από τα παιδιά – γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά, βέβαια, παρελθόν δεν έχουν – έχουν το ζωντανό παρόν. (‘Όσο για το μέλλον, το έχουν κι αυτό, άλλά δεν το ξέρουν. Και ίσως, καλύτερα). Εμείς, όμως, παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. («Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του ’73;» – «Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του ’65;»). Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του ’59.
Είχε χιονίσει πολύ αυτό το χρόνο στο Μόναχο – λευκές παραμονές, κατά πώς πρέπει. Ξαφνικά ζωντάνεψαν πάλι όλες οι γλυκερές κάρτ-ποστάλ – παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινες σκούφιες, έλκηθρα, χιονισμένα έλατα στις πλατείες, χωριουδάκια θαμμένα στο χιόνι με φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες… Για μένα όμως ήταν κακή χρονιά: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες – έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πώς δεν έβλεπα, πώς δεν άκουγα και, κυρίως, πως δεν θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της Αdvent. Στο τέταρτο κερί, πανικός.
Αχ! αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς – πόσο σκληρές είναι γι’ αυτούς πού δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική (κατά κεφαλήν) νόρμα ευτυχίας… Ήμουν λοιπόν μόνος. Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος. Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές – τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου (έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ) να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο. Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, στη Γερμανία…
‘Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους. Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα – παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ – και ή ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά. Υπάρχουν πολλά καλούδια: Plätzchen σαν κουλουράκια, Christstollen σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. ‘Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά – ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν’ ακούσουν τη λειτουργία του Μπάχ, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ – με χορωδίες, ορχήστρες και αρμόνια. Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους.
Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά. Κι εγώ, στη σοφίτα μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μία μπουκάλα κακό κονιάκ – μου χαλούσε το στομάχι άλλά γι’ αυτό το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο: όλο τραγούδια χριστουγεννιάτικα. Ό άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα δανεικό μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι: δεν είχε «έξοδο» το ραδιόφωνο – ηχογραφούσα με μικρόφωνο. Κάποια στιγμή (είχα ξεχάσει πώς ηχογραφούσα) ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακόμα αυτή τη μαγνητοταινία – πάνω από τον Μότσαρτ ακούγονται λυγμοί.
Τελείωσε το μπουκάλι, ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ξύπνησα από έντονο κουδούνισμα. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο – ποιος διάβολος! Είδα κι απόειδα, άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. «Μήπως θα είχα κέφι» – ρώτησε ο άγνωστος – «να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι;»
Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες – ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ό άγνωστος επέμενε: «Έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε». Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή ή πρόσκληση. Ιδιαίτερα πού ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο μου. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε. Είχαν ένα πολύ ωραίο μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου. Στην είσοδο με υποδέχτηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος. Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες: ένα κοριτσάκι εννέα, ένα αγοράκι επτά χρόνων – ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του Βαυαρικού μπαρόκ. Και ή μητέρα συμπαθέστατη.
‘Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα. Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα: κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες φούρνου και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ (καλό!), καφές. Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατα μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδήσαμε μετά όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια: Από τον Ουρανό Ψηλά, Ξεφύτρωσε ένα Ρόδο, Ελάτε Ποιμένες – μέχρι το Έλατο και την Άγια Νύχτα. Και το πιο όμορφο – το πιο συγκινητικό: Μου είχαν και δώρο! Ανοίξαμε τα πακέτα και, κάτω από το έλατο, υπήρχε και για μένα καρτούλα με το όνομά μου. Μέσα στο κουτί ένα κομψό πορτοφόλι από μαύρο δέρμα. (Απένταρε φοιτητή – τι θα έβαζες μέσα;) Αργότερα, ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία.
Ξαφνικά ένιωθα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια – πιο δικοί από τους δικούς μου. Κάποια στιγμή – από ευγένεια – είπα να φύγω. Μα, καθίστε – όχι, όχι! Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο. «Θα μου κάνει καλό», είπε «μία βόλτα στο κρύο». Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος. Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεπτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαζα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη! Άρχισα λοιπόν να του λεω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα, πόσο ευγνώμων είμαι – όταν με διέκοψε: «Δεν χρειάζεται», είπε, «να μ’ ευχαριστήσετε. Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας». Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο. Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι όπου το πέταξα. Κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο.
Ιστορία Τέταρτη
1963 – Οι Πατέρες.
Μία παρέα φίλοι, σκεπτόμαστε να κάνουμε Χριστούγεννα σε μοναστήρι. Κάποιος μας μιλάει για την Μονή Ιερουσαλήμ ψηλά στον Παρνασσό, πάνω από την Δαύλεια. Ωραία ιδέα λέμε και ξεκινάμε προπαραμονή.
Ο ένας διαθέτει Ι. Χ. στριμωγνόμαστε και δρόμο. Η αλήθεια είναι πως φύγαμε κομμάτι αργά. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν φτάσαμε στην Δαύλεια – και όταν με το καλό σκαρφαλώσαμε τον απαίσιο λασπόδρομο ως την μονή είχε πέσει το σούρουπο. Μεγάλη ταλαιπωρία η λάσπη, πέντε φορές αναγκαστήκαμε να κατέβουμε και να σπρώξουμε το αυτοκίνητο που είχε κολλήσει. Όταν όμως είδαμε την μονή με τα καντήλια της να τρεμοσβύνουν στο σύθαμπο, αναγαλλιάσαμε.
Ζέστη, φαγητό και κατάνυξη – να τι ζητούσαν τα παγωμένα σώματα και οι άπληστες ψυχές μας. Αλίμονο! Η μεγάλη κεντρική πύλη, ίδια καστρόπορτα σε τείχος, ήταν θεόκλειστη. Κορνάρουμε. Μόνον η ηχώ απαντάει. Ξανακορνάρουμε. Τίποτα. Χτυπάμε την πόρτα. Καμία απόκριση. Φωνάζουμε. Σιωπή. Σηκώνουμε ολόκληρα αγκωνάρια και τα πετάμε στην μεταλλική πόρτα. Αντιβουίζει το βουνό, αλλά αντίδραση καμία.
Εν τω μεταξύ έχει νυχτώσει για τα καλά, κάνει άγριο κρύο και ο οδηγός μας αρνιέται να κατέβει νύχτα τον λασπόδρομο. ‘Εχει δίκιο, δεν αστειεύονται οι γκρεμοί γύρω-γύρω. Κάτω έχει ψιλό παγωμένο χιόνι, πως θα βγάλουμε την νύχτα; Δύο στο αυτοκίνητο, δύο ξάπλα στη γη αγκαλιασμένοι μέσα σε μία παλιοκουβέρτα, που βρέθηκε στο πορτμπαγκάζ κι ένας να φυλάει τσίλιες μη μας ορμήξουν τίποτα λύκοι.
Αλλαγή βάρδιας κάθε τόσο. Δεν κοιμήθηκε βέβαια κανένας. Χαράματα, στις έξη ξαγρυπνισμένοι και παγωμένοι βλέπουμε να ανοίγει η βαριά σιδερόπορτα. Βγαίνει ένας καλόγερος καβάλα σε μουλάρι. Αγανακτισμένοι τον περικυκλώνουμε – τόση φασαρία κάναμε, είναι δυνατόν να μην μας ακούσατε; “Κάτι ακούσαμε”, λεει ατάραχος ο καλόγερος, “αλλά δεν ξέραμε τι ήτανε. Κι εσείς ευλογημένοι, δεν φωνάζατε: ‘Πατέρες! Πατέρες!’ να καταλάβουμε πως ήσασταν καλοί Χριστιανοί, να σας ανοίξουμε;” Πέρασαν χρόνια, η παρέα σκόρπισε. Αλλά όποτε συντυχαίνουμε ο ένας τον άλλον η προσφώνηση είναι δεδομένη: “Πατέρες! Πατέρες!”
Ιστορία Πέμπτη
1972 – Το δώρο της Πίπση.
Πρέπει τώρα να σας πω την ιστορία μιας γάτας. Δεν ήταν όμορφη, ούτε χαδιάρα. Ήταν ίσως η πιο άσκημη και άκομψη γάτα που έχω γνωρίσει. Μονοκόμματη και τραχιά σαν μπουλντόγκ. Δεν ήταν καν δική μου. Όμως μου έκανε ένα θαυμάσιο Χριστουγεννιάτικο δώρο.
Ζούσα τότε σε προάστιο της Αθήνας. Το σπίτι, μονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν απομονωμένο σε ένα ύψωμα. Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!) Το παλιό κτίσμα είχε μείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε σε ένα γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολομόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από ένα χρόνο. Πέρασε και άλλος καιρός μέχρι να συμφωνήσω με τους κληρονόμους για την ενοικίαση και να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές.
Για αρκετούς μήνες, αφού μετακόμισα, έβλεπα μία γριά και άσκημη γάτα που τριγύριζε συστηματικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές – και οι δικές μου και οι τακτικές επισκέπτριες και οι περαστικές. Όμως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε απομακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα, κοκκινισμένα ενώ έβγαζε ένα χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο – κάτι ανάμεσα ουρλιαχτό και παράπονο.
Φερόταν σαν άγρια γάτα – αλλά δεν έμοιαζε άγρια. Όταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο της άνοιγα να μπει αλλά αυτή στεκόταν εκεί στην ίδια πάντα απόσταση. Αν πλησίαζα, οπισθοχωρούσε, χωρίς να τρομάζει και να εξαφανίζεται. Έτρωγε το φαγητό που της έδινα, με τον όρο ότι πάντα θα σεβόμουνα την προκαθορισμένη απόσταση. Αν στεκόμουν κοντά στο πιάτο, προτιμούσε να μείνει νηστική. Το αίνιγμα λύθηκε όταν μίλησα με την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη. ‘Ηταν η γάτα του! Η μοναδική του συντροφιά!
Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε. Μόνο που την είχε τόσα χρόνια, που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόμα. Πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνων – υπέργρια. Όταν πέθανε ο γιατρός, δεν την βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν – κι ούτε που την σκέφτηκαν. Κι εκείνη, πήρε τα βουνά και έγινε άγρια. Δηλαδή, το σπίτι που έμενα ήταν το δικό της! Έκανα ότι μπορούσα να την πείσω να επιστρέψει – μάταια.
Δεν εμπιστευόταν κανένα. Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη, που γριά βρέθηκε στο δρόμο, επέζησε – αλλά δεν πίστευε πια σε τίποτα. Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραμονές και ξαφνικά ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση με την μύτη κολλημένη στο τζάμι. Ανοίγω το παράθυρο και – δεν πιστεύω τα μάτια μου – μπαίνει στο σπίτι.
Πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, μυρίζει δεξιά-αριστερά με μεγάλη προσοχή, ψάχνει – και τελικά έρχεται εκεί που καθόμουνα, νιαουρίζει παρακλητικά και πηδάει στην αγκαλιά μου. Η Πίπση – που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία μέτρα! Είχε έρθει για να γεννήσει. Μέσα στην αγκαλιά μου πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα μικρά γούνινα. Κάθισε δύο μήνες στο σπίτι, τα μεγάλωσε, τα ανάθρεψε – και μία μέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ. Ούτε αυτά. Δεν τα πήρε όλα όμως. Έμεινε ένα, το γλυκύτερο, που αργότερα έγινε η γάτα της ζωής μου. Το καλλίτερο Χριστουγεννιάτικο Δώρο.
Ιστορία έκτη
1973 – Λιγότερα!
Νοέμβριος μετά το Πολυτεχνείο. Ο πιο μουντός και άχαρος των τελευταίων χρόνων. Τόσο σκοτάδι που σχεδόν δεν ξημερώνει. Η σκιά της ηρωικής αλλά μάταιης (έτσι φαινόταν τότε) εξέγερσης, η σκιά μίας νέας πιο στυγνής δικτατορίας, η σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πέφτουν επάλληλες και πνίγουν κάθε φως.
Ετοιμάζω την χριστουγεννιάτικη κάρτα της εταιρίας – και ξαφνικά έχω μία διαφορετική ιδέα. Αντί για εορταστική κάρτα (τι να γιορτάσει κανείς!) γράφω ένα απλό κείμενο – και το τυπώνουμε μαύρο σε άσπρο φόντο – χωρίς χρώματα και έλατα. Η κάρτα εκτυπώνεται σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα, ταχυδρομείται και εκεί γίνεται το απροσδόκητο. Όλες οι εφημερίδες ανατυπώνουν το κείμενο.
Κατακλυζόμαστε από γράμματα, τηλεφωνήματα, επισκέψεις. Θέλουν κι άλλες κάρτες. Μέσα σε ένα μήνα το ανατυπώνουμε τρεις φορές. Το κείμενο μιλούσε – φαινομενικά – για την οικονομική κρίση και την ανάγκη περισυλλογής. Αλλά ο κόσμος κατάλαβε.
Είθε ο νέος χρόνος να μας φέρει λιγότερα
λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν,
λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται,
λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται,
λιγότερο πόλεμο,
λιγότερο θάνατο,
λιγότερη καταπίεση,
λιγότερη εκμετάλλευση,
λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη.
Κι αν τύχει και φέρει μαζί λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση
λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση
Ίσως τότε μας χαρίσει λιγότερη ελαφρομυαλιά και λιγότερη σπατάλη
λιγότερη επιπολαιότητα και λιγότερη αυθάδεια.
Ίσως τα λιγότερα είναι περισσότερα…
Ιστορία έβδομη
1984 – Η έκπληξη
Παραμονή Χριστουγέννων κι εμένα με τρωει η μόνιμη εορταστική μελαγχολία (κάθε χρόνο και χειρότερα.) Πήγε μεσημέρι και δεν είχε ακόμα χτυπήσει το κουδούνι για τα κάλαντα.
Το είχα γράψει και στην εφημερίδα που έγραφα, πως οι σημερινοί πιτσιρικάδες, χορτάτοι πια, δεν κυνηγάνε το χαρτζιλίκι όπως εμείς, δεν πηγαίνουνε στα μακρινά σπίτια. Είχα τελειώσει το μεσημεριανό μου όταν χτύπησαν στην πόρτα.
Ανοίγω και τι να δω! Ορχήστρα ολόκληρη και χορωδία και στη μέση ο Διονύσης Σαββόπουλος με την κιθάρα του και η ‘Ασπα και κόσμος πολύς. Κι αρχίζουν να λένε τα κάλαντα, τα παλιά, τα γνήσια. Κι εγώ να έχω βουρκώσει και να μην ξέρω τι να κάνω, πως να τους φιλέψω, ολόκληρο στρατό.
Γνωριμία με τον Νιόνιο δεν είχαμε, μια φορά τον είχα συναντήσει στη ζωή μου. Που το βρήκαν το σπίτι, πώς το σκέφτηκαν; Να, είπε ο Νιόνιος μετά, παραπονέθηκες πως δεν σου λένε τα κάλαντα – γι αυτό ήρθαμε! Μία φορά και μένα η γκρίνια μου βγήκε σε καλό!