Τέχνες

Nίκος Γκάτσος: Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι θα `σαν όλα αληθινά..

advertisement

Όταν ο Νίκος Γκάτσος συναντά τον Μάνο Χατζιδάκι..

Nίκος Γκάτσος: Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι θα `σαν όλα αληθινά..

Η συνεργασία του Μάνου Χατζιδάκι με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο ήταν μια συνεργασία ζωής. Όπως άλλωστε και η φιλία τους. Στα πολλά αριστουργήματα που μας χάρισαν υπάρχουν πολλά εμβληματικά.

Αναμφίβολα ένα από αυτά είναι το «Χάρτινο το φεγγαράκι», το οποίο πλάστηκε για τις παραστάσεις από το Θέατρο Τέχνης του θεατρικού έργου του Tennessee Williams Λεωφορείον ο Πόθος.

Το έργο παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 1949, δυο σχεδόν χρόνια μετά από τη θριαμβευτική πρώτη του στη Νέα Υόρκη (03.12.1947 στο θέατρο EthelBarrymoreTheatre του Broadway), σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και με βασικούς πρωταγωνιστές τη Μελίνα Μερκούρη (Μπλανς Ντυμπουά) και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο (Στάνλεϋ Κοβάλσκι). Το τραγούδι πέρα από την ομορφιά, την ευαισθησία και το αρμονικό συνταίριασμά του με το μύθο του έργου έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Θεωρείται το πρώτο τραγούδι που γεννήθηκε από πρωτότυπους στίχους του Νίκου Γκάτσου.

Nίκος Γκάτσος: Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι θα `σαν όλα αληθινά..

advertisement

Ένα φεγγαράκι χάρτινο πάνω από μια ψεύτικη ακρογιαλιά που… αν πιστεύαμε λιγάκι στη αγάπη που νιώθουμε για το κάθε τι που μας ηρεμεί και μας γλυκαίνει και μας φέρνει πιο κοντά στους ανθρώπους, σε σένα, σε μένα, στον εαυτό μας, τότε όντως θα ‘ταν όλα αληθινά!

Πώς, με τέτοιους απλούς στίχους και μια μελωδία σαν παιδικό νανούρισμα έγινε αυτή η χημεία που έχουν τα μεγάλα τραγούδια, που ημερεύουν, γαληνεύουν, αντέχουν!

Πώς ένα χάρτινο φεγγαράκι πάνω από μια ψεύτικη ακρογιαλιά έδωσε φως στα όνειρά μας, κι αν με πίστευες λιγάκι, θα μπορούσαν όλα να γίνουν αληθινά..

Η ομορφιά της απλότητας σε όλο της το μεγαλείο!

Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά
να σου φιλούν το χέρι.

Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι
θα ‘σαν όλα αληθινά.

Δίχως τη δική σου αγάπη
δύσκολα περνά ο καιρός.
Δίχως τη δική σου αγάπη
είναι ο κόσμος πιο μικρός.

Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι
θα ‘σαν όλα αληθινά.

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.

Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.

Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με επίδραση στους νεότερους ποιητές, σημαδεύοντας την σύγχρονη ελληνική ποίηση. Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.

Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισούπνου» από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.

Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η «Μυθολογία» (1965), το «Ένα μεσημέρι» (1966), η «Επιστροφή» (1970), το «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), οι «Δροσουλίτες» 1975, η «Αθανασία» (1976), «Τα παράλογα» (1976), το «Ρεμπέτικο» (1983), ο Χειμωνιάτικος ήλιος, οι Μύθοι μιας γυναίκας, η Σκοτεινή μητέρα, η «Ενδεκάτη εντολή» (1985) ή οι «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999).

Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.

Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του.

advertisement

Σχετικά άρθρα

Back to top button